Anonymous

ἀποψηφίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποψηφίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[απομακρύνω]] με την ψήφο μου την [[κατηγορία]] από κάποιον, [[αθωώνω]]<br /><b>2.</b> [[αρνούμαι]] να εκλέξω κάποιον<br /><b>3.</b> [[αποστερώ]] κάποιον από τα [[πολιτικά]] του δικαιώματα<br /><b>4.</b> δεν [[εγκρίνω]], [[απορρίπτω]]<br /><b>5.</b> [[ἀποψηφίζομαι]]... <i>μή</i><br />[[ψηφίζω]] [[εναντίον]].
|mltxt=[[ἀποψηφίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[απομακρύνω]] με την ψήφο μου την [[κατηγορία]] από κάποιον, [[αθωώνω]]<br /><b>2.</b> [[αρνούμαι]] να εκλέξω κάποιον<br /><b>3.</b> [[αποστερώ]] κάποιον από τα [[πολιτικά]] του δικαιώματα<br /><b>4.</b> δεν [[εγκρίνω]], [[απορρίπτω]]<br /><b>5.</b> [[ἀποψηφίζομαι]]... <i>μή</i><br />[[ψηφίζω]] [[εναντίον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποψηφίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ῐοῦμαι</i>· αποθ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[απαλλάσσω]] με την ψήφο μου κάποιον από μια [[κατηγορία]] θανάτου, τον [[αθωώνω]], <i>ἀποψηφίζεσθαί τινος</i>, [[απαλλάσσω]] κάποιον από την [[ποινή]] του θανάτου με την ψήφο μου, [[αρνούμαι]] να τον καταδικάσω σε θάνατο, αντίθ. προς το <i>καταψηφίζεσθαι</i>, σε Λυκούργ.· εξού, <i>ἀποψηφίζομαί τινος</i>, [[απαλλάσσω]], δηλ. [[αθωώνω]] με την ψήφο μου κάποιον που κατηγορείται για [[κάτι]], σε Δημ. κ.λπ.· απόλ., [[ρίχνω]] αθωωτική ψήφο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[στερώ]] κάποιον από τα [[πολιτικά]] του δικαιώματα με την ψήφο μου ως [[μέλος]] του δήμου, σε Δημ. — Παθ., έχω στερηθεί τα [[πολιτικά]] μου δικαιώματα, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., λέγεται για δικαστές, [[ἀποψηφίζομαι]] γραφήν, [[ψηφίζω]] [[εναντίον]] της αποδοχής μιας κατηγορίας, σε Αισχίν.<br /><b class="num">III.</b> [[ἀποψηφίζομαι]] μὴ ποιεῖν τι, [[ψηφίζω]] κατά της εκτέλεσης κάποιου πράγματος, σε Ξεν.
}}
}}