ἀσχημονέω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσχημονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμπεριφέρομαι]] απρεπώς, [[ντροπιάζω]] τον εαυτό μου, κάνω πράξεις ντροπής, σε Ευρ., Πλάτ.
|lsmtext='''ἀσχημονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμπεριφέρομαι]] απρεπώς, [[ντροπιάζω]] τον εαυτό μου, κάνω πράξεις ντροπής, σε Ευρ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσχημονέω:''' <b class="num">1)</b> непристойно вести себя (ἐν τῇ πομπῇ τῶν Διονυσίων Aesch.; ἠδίκησας καὶ ἠσχημόνησας Plut.): ἀσχημονῶν γέλωτα [[ὀφλήσω]] Plat. своим некрасивым поведением я навлеку на себя насмешки;<br /><b class="num">2)</b> терпеть поношение, быть опозоренным Eur.
}}
}}