3,274,216
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀσχημονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμπεριφέρομαι]] απρεπώς, [[ντροπιάζω]] τον εαυτό μου, κάνω πράξεις ντροπής, σε Ευρ., Πλάτ. | |lsmtext='''ἀσχημονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμπεριφέρομαι]] απρεπώς, [[ντροπιάζω]] τον εαυτό μου, κάνω πράξεις ντροπής, σε Ευρ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσχημονέω:''' <b class="num">1)</b> непристойно вести себя (ἐν τῇ πομπῇ τῶν Διονυσίων Aesch.; ἠδίκησας καὶ ἠσχημόνησας Plut.): ἀσχημονῶν γέλωτα [[ὀφλήσω]] Plat. своим некрасивым поведением я навлеку на себя насмешки;<br /><b class="num">2)</b> терпеть поношение, быть опозоренным Eur. | |||
}} | }} |