αὔλιος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὔλιος:''' -α, -ον ([[αὐλή]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις αγροτικές αυλές, [[αγροτικός]], [[εξοχικός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''αὔλιος:''' -α, -ον ([[αὐλή]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις αγροτικές αυλές, [[αγροτικός]], [[εξοχικός]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὔλιος:''' <b class="num">I</b> 3<br /><b class="num">1)</b> [[αὐλή]] служащий жильем, по друг. [[αὐλός]] оглашаемый звуками свирелей (ἄντρα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> Men. = [[αὔλειος]] II.<br /><b class="num">II</b> ἡ Luc. v. l. = [[αὔλειος]] II.
}}
}}