3,270,802
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὔλιος:''' -α, -ον ([[αὐλή]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις αγροτικές αυλές, [[αγροτικός]], [[εξοχικός]], σε Ευρ. | |lsmtext='''αὔλιος:''' -α, -ον ([[αὐλή]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις αγροτικές αυλές, [[αγροτικός]], [[εξοχικός]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὔλιος:''' <b class="num">I</b> 3<br /><b class="num">1)</b> [[αὐλή]] служащий жильем, по друг. [[αὐλός]] оглашаемый звуками свирелей (ἄντρα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> Men. = [[αὔλειος]] II.<br /><b class="num">II</b> ἡ Luc. v. l. = [[αὔλειος]] II. | |||
}} | }} |