βραχύστομος: Difference between revisions

1b
(7)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βραχύστομος]], -ον (Α)<br />(για [[λιμάνι]]) με στενό [[στόμιο]] ή στενή είσοδο.
|mltxt=[[βραχύστομος]], -ον (Α)<br />(για [[λιμάνι]]) με στενό [[στόμιο]] ή στενή είσοδο.
}}
{{elru
|elrutext='''βρᾰχύστομος:''' с узким отверстием или горлом ([[ἀγγεῖον]] Plut.).
}}
}}