Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βραχύστομος

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος (Πονηρός ἐστ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος) → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχύστομος Medium diacritics: βραχύστομος Low diacritics: βραχύστομος Capitals: ΒΡΑΧΥΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: brachýstomos Transliteration B: brachystomos Transliteration C: vrachystomos Beta Code: braxu/stomos

English (LSJ)

βραχύστομον, with narrow mouth, λιμήν Str.14.1.24; ἀγγεῖα Plu.2.47e.

Spanish (DGE)

-ον
de boca estrecha λιμήν Str.14.1.24, ἀγγεῖα Plu.2.47e, ὀπαί Hld.8.16.4.

German (Pape)

[Seite 462] mit enger Mündung, λιμήν Strab. XIV, 641; ἀγγεῖον Plut. de audit. 10 M.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à bouche ou à ouverture étroite.
Étymologie: βραχύς, στόμα.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰχύστομος: с узким отверстием или горлом (ἀγγεῖον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

βραχύστομος: -ον, ὁ ἔχων στενόν, μικρὸν στόμα, Στράβων 641, Πλούτ. 2. 47Ε.

Greek Monolingual

βραχύστομος, -ον (Α)
(για λιμάνι) με στενό στόμιο ή στενή είσοδο.