διακαής: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διακᾰής:''' -ές ([[διακαίω]]), αυτός που καίει υπερβολικά, [[καυτός]], [[πύρινος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''διακᾰής:''' -ές ([[διακαίω]]), αυτός που καίει υπερβολικά, [[καυτός]], [[πύρινος]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''διακαής:''' <b class="num">1)</b> сильно прогретый, раскаленный ([[ἀήρ]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> перен. разгоряченный, распаленный (ζήλῳ Luc.).
}}
}}