Anonymous

διακαής: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[διακαής]], -ές)<br />Ι. 1. [[διάπυρος]], πυρακτωμένος, υπερβολικά [[θερμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για συναισθήματα) [[θερμός]], [[φλογερός]], [[έντονος]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>διακαώς</i> (AM διακαῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />έντονα, φλογερά<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />με υπερβολική [[θερμότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>διά</i> <span style="color: red;">+</span> θ. του <i>εκάην</i> αόρ. του [[καίω]]].
|mltxt=-ές (AM [[διακαής]], -ές)<br />Ι. 1. [[διάπυρος]], πυρακτωμένος, υπερβολικά [[θερμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για συναισθήματα) [[θερμός]], [[φλογερός]], [[έντονος]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>διακαώς</i> (AM διακαῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />έντονα, φλογερά<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />με υπερβολική [[θερμότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>διά</i> <span style="color: red;">+</span> θ. του <i>εκάην</i> αόρ. του [[καίω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διακᾰής:''' -ές ([[διακαίω]]), αυτός που καίει υπερβολικά, [[καυτός]], [[πύρινος]], σε Λουκ.
}}
}}