διαρρινέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(big3_11)
(1b)
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[resoplar]] τοῖς μυξωτῆρσιν ἐν ἀλλήλοις διαρρινοῦντες Iust.Phil.<i>Dial</i>.101.3.
|dgtxt=[[resoplar]] τοῖς μυξωτῆρσιν ἐν ἀλλήλοις διαρρινοῦντες Iust.Phil.<i>Dial</i>.101.3.
}}
{{elru
|elrutext='''διαρρῑνέω:''' просверливать ([[ἔχει]] ὁ [[χαλκοῦς]] ἀμφορεὺς διερρινημένον [[ἐπίθημα]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 18:36, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

διαρρῑνέω: ῥινίζω τι ἐντελῶς, διχοτομῶ διὰ τῆς ῥίνης, Ἀριστ. Ἀποσπ. 426.

Spanish (DGE)

resoplar τοῖς μυξωτῆρσιν ἐν ἀλλήλοις διαρρινοῦντες Iust.Phil.Dial.101.3.

Russian (Dvoretsky)

διαρρῑνέω: просверливать (ἔχειχαλκοῦς ἀμφορεὺς διερρινημένον ἐπίθημα Arst.).