3,271,486
edits
(10) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσεξεύρετος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται ή ερευνάται («ἡρώων ἀπόρρητοι θῆκαι δυσεξεύρετοι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> δυσκολοκατόρθωτος<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο δύσκολα εξευρίσκει ή προμηθεύεται [[κάποιος]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[δυσεξεύρετος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται ή ερευνάται («ἡρώων ἀπόρρητοι θῆκαι δυσεξεύρετοι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> δυσκολοκατόρθωτος<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο δύσκολα εξευρίσκει ή προμηθεύεται [[κάποιος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσεξεύρετος:''' с трудом находимый, скрытый, потаенный (τόποι Arst.; [[θεῶν]] [[ἱερά]] Plut.). | |||
}} | }} |