δυσεξεύρετος
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
δυσεξεύρετον, hard to find out, Id.HA611a26, Plu.2.407f.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de encontrar, τόποι Arist.HA 611a26, σπήλαια D.C.Epit.8.18.14, c. dat. de pers. θῆκαι ... δυσεξεύρετοι μακρὰν ἀπαίρουσι τῆς Ἑλλάδος Plu.2.407f
•fig. difícil de descubrir, recóndito πάθη Mac.Aeg.Serm.C 7.1
•difícil de inventar c. dat. de pers. πολλὰ ... τοῖς ἄλλοις δυσεξεύρετα D.S.30.20.
German (Pape)
[Seite 679] schwer aufzufinden; τόποι Arist. H. A. 9, 5 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à trouver.
Étymologie: δυσ-, ἐξευρίσκω.
Russian (Dvoretsky)
δυσεξεύρετος: с трудом находимый, скрытый, потаенный (τόποι Arst.; θεῶν ἱερά Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσεξεύρετος: -ον, δυσκόλως ἐξευρισκόμενος ἢ ἀνακαλυπτόμενος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 5, 3, Πλούτ. 2. 407F.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσεξεύρετος, -ον)
αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται ή ερευνάται («ἡρώων ἀπόρρητοι θῆκαι δυσεξεύρετοι», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. δυσκολοκατόρθωτος
2. αυτός τον οποίο δύσκολα εξευρίσκει ή προμηθεύεται κάποιος.