εἰσπορεύω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσπορεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[οδηγώ]] σε, σε Ευρ. — Παθ. με Μέσ. μέλ., [[μπαίνω]] μέσα, [[εισέρχομαι]], σε Ξεν.
|lsmtext='''εἰσπορεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[οδηγώ]] σε, σε Ευρ. — Παθ. με Μέσ. μέλ., [[μπαίνω]] μέσα, [[εισέρχομαι]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσπορεύω:''' <b class="num">1)</b> вводить, уводить (Ἀχαΐδος γῆς οἴκαδέ τινα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> med. входить Xen.
}}
}}