εἰσπορεύω

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσπορεύω Medium diacritics: εἰσπορεύω Low diacritics: εισπορεύω Capitals: ΕΙΣΠΟΡΕΥΩ
Transliteration A: eisporeúō Transliteration B: eisporeuō Transliteration C: eisporeyo Beta Code: ei)sporeu/w

English (LSJ)

lead in, οἴκαδε E.El.1285:—Pass., go into, enter, X.Cyr.2.3.21, UPZ6.30 (iii B.C.); εἰς τὸ ἄδυτον OG156.4 (iii B.C.); πρός τινα Act.Ap.28.30. Used for εἰσέρχομαι in later Gr., cf. AB91.

German (Pape)

[Seite 746] hineinführen, Eur. El. 1285. – Pass. mit fut. med., hineingehen, Xen. Cyr. 2, 3, 21 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

introduire;
Moy. εἰσπορεύομαι entrer, s'introduire.
Étymologie: εἰς, πορεύω.

Russian (Dvoretsky)

εἰσπορεύω:
1 вводить, уводить (Ἀχαΐδος γῆς οἴκαδέ τινα Eur.);
2 med. входить Xen.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσπορεύω: ὁδηγῶ εἰς, οἴκαδ’ εἰσπορευέτω Εὐρ. Ἠλ. 1285. - Παθ. μετὰ μέσ. μέλλ., πορεύομαι εἰς, εἰσέρχομαι, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 21.

Greek Monotonic

εἰσπορεύω: μέλ. -σω, οδηγώ σε, σε Ευρ. — Παθ. με Μέσ. μέλ., μπαίνω μέσα, εισέρχομαι, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. σω
to lead into, Eur.:—Pass. with fut. mid. to go into, enter, Xen.

Léxico de magia

en v. med. entrar un demon en un cuerpo ὁρκίζω σὲ τὸν ὑπναφέτην, ὅτι ἐγώ σε θέλω εἰσπορευθῆναι εἰς ἐμὲ καὶ δεῖξαί μοι περὶ τοῦ δεῖνος πράγματος te conjuro a ti, el que envía sueños, porque yo quiero que entres en mí y me indiques sobre tal asunto P IV 3206