ἐνειλέω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνειλέω:''' μέλ. —ήσω = [[ἐνείλλω]], [[περιτυλίγω]] μέσα· μεταφ. σε Παθ., συμπλέκομαι, εμπλέκομαι, [[συγκρούομαι]], <i>τοῖς πολεμίοις</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐνειλέω:''' μέλ. —ήσω = [[ἐνείλλω]], [[περιτυλίγω]] μέσα· μεταφ. σε Παθ., συμπλέκομαι, εμπλέκομαι, [[συγκρούομαι]], <i>τοῖς πολεμίοις</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνειλέω:''' заворачивать, закутывать, pass. попадать, проникать (ἐνειλούμενον ἐν τῇ γῇ [[πνεῦμα]] Arst.; τὸ πνευματῶδες ἐνειλούμενον τῷ νέφει Plut.): ἐνειλούμενος τοῖς πολεμίοις Plut. врезавшись в гущу неприятельских войск; ὁ ἐνειληθεὶς [[χρεώστης]] Plut. запутавшийся в долгах человек.
}}
}}