ἐνειλέω

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνειλέω Medium diacritics: ἐνειλέω Low diacritics: ενειλέω Capitals: ΕΝΕΙΛΕΩ
Transliteration A: eneiléō Transliteration B: eneileō Transliteration C: eneileo Beta Code: e)neile/w

English (LSJ)

A wrap in, τι ὀθονίῳ Dsc.5.72:—Med., τινὰ κακοῖσι Q.S. 14.294:—Pass., to be enwrapped, ἐν [τῇ γῇ] Arist.Mu.396a14; ἐν τῷ ἱματίῳ LXX 1 Ki.21.9(10); τῃ λεοντῇ Philostr.Her.12a.1; ῥάκεσι Artem.1.13; ἱστίοις δοράτια ἐνειλημένα Aen.Tact.29.6, cf. 31.7; φύλλοις Dsc.2.80.
II metaph., engage, ἐνίων αὑτοὺς ἐνειληκότων οἰκονομίαις PTeb.24.62 (ii B.C.):—Pass., to be engaged, entangled in or with, τοῖς πολεμίοις Plu.Art.11; ὅπλοις Id.Brut.45; ὥσπερ θηρίον ταῖς πάντων χερσίν Id.Caes.66; ὥσπερ ἄρκυσιν ἐνειλημένους prob. for -λημμ-, J.BJ6.2.8; βρέφη-ημένα τὰς χεῖρας Artem.l.c.; come to blows with, PRyl.144.18 (i A.D.).

Spanish (DGE)

A tr.
I 1c. suj. de pers. y ac. de cosa envolver en, enrollar c. dat. o constr. prep. ἔνδεσμον ... ἐνειλήσας ὀθονίῳ Dsc.5.72.3, cf. Eup.2.88.1, Archig. en Aët.9.6, ἐν αὐτῷ ῥάκει τὸ ζῴδιον PMag.2.51, ἐνειλεῖ τῷ Ἀμμωνίῳ ... τὸ ὠμοφόριον ἐν τῷ τραχήλῳ enrolla a Amonio su palio (o insignia episcopal) al cuello como amenaza de estrangulación, Pall.V.Chrys.6.128, περιστερᾶς κόπρον εἰς ὀθόνιον ἐνειλήσας Paul.Aeg.4.11.2, εἰς τὰ φυκία ... χρὴ ἓν καθ' ἕκαστον ἐνειλεῖν ref. a manzanas Gp.10.21.1, en v. pas. ὅταν τὸ πνεῦμα ... ἐνειλούμενον δὲ ἐν αὐτῇ κόπτηται cuando es zarandeado el viento encerrado en ella (la tierra), Arist.Mu.396a14, cf. Them.in de An.63.18, ἡ ῥομφαία ... ἐνειλημένη ἐν ἱματίῳ LXX 1Re.21.10, ἐν δὲ ταρσοῖς ... δοράτια καὶ ἀκόντια ἐνειλημένα Aen.Tact.29.6, cf. 31.7, ἀπόπατος βοὸς ... ἐνειλεῖται δὲ φύλλοις Dsc.2.80.1, cf. Paul.Aeg.3.26.7, ὀστέα κοπτόμενα ... καὶ εἰς τὰς δορὰς ἐνειλούμενα Str.16.4.17, τὰς (φωνὰς) ... οἷον κατακλειομένας ἢ ἐνειλουμένας ἐμφαίνων ref. a la voz que no puede salir, Gal.17(1).681, αἱ τρίχες αἱ ἐνειλημέναι SEG 35.227.11 (Atenas III d.C.), τῇ λεπτοτάτῃ κόνει ἐνειληθεῖσα habiéndose envuelto con finísimo polvo la golondrina para hacer su nido de barro tras mojar sus alas, Basil.Hex.8.5
de recién nacidos envolver, fajar τοὺς γενομένους ... σπαργάνοις D.Chr.23.3, βρέφος ... ἐνειληθῆναι τῇ λεοντῇ τοῦ ἥρωος Philostr.Her.49.25, c. ac. de rel. (βρέφη) ἐνειλημένα τὰς χεῖρας Artem.1.13, de cadáveres οἱ ἀποθανόντες ἐσχισμένοις ἐνειλοῦνται ῥάκεσιν Artem.1.13, c. gen. (por atracción) ἀντὶ δὲ σινδόνης ἧς ἐνειλήθης del cuerpo de Cristo A.Thom.A 158.
2 c. suj. y ac. de pers. rodear, acorralar en v. pas. Κῦρον δὲ τοῖς πολεμίοις ἐνειλούμενον Ctes.20, διελαυνόμενος ὥσπερ θηρίον ἐνειλεῖτο ταῖς πάντων χερσίν ref. César asesinado, Plu.Caes.66.
3 fig., gener. c. un sent. neg. involucrar, implicar, enredar ἐνίων μὲν αὑτοὺς ἐνειληκότων οἰκονομ[ίαις] καὶ τοπαρχίαις PTeb.24.62 (II a.C.), frec. en part. pas. Ἰουδαίους ὥσπερ ἄρκυσιν ἐνειλημένους I.BI 6.160, ὁ δ' ἅπαξ ἐνειληθεὶς μένει χρεώστης διὰ παντός Plu.2.830e, τὸ μὲν δουλικὸν πλῆθος ἐνειλούμενον ὑπόπτως τοῖς ὅπλοις Plu.Brut.45, cf. Synes.Ep.105 (p.186)
en v. med. mismo sent. Κῆρες ... μ' ἐνειλήσαντο κακοῖσι Q.S.14.294, fig. τῶν ἤθων τὸ κάλλος, μὴ ἐνειλούμενον ἀπειροκάλοις φλυαρίαις Clem.Al.Paed.2.10.113.
II usos téc.
1 cirug. entrecruzar ἐνειλοῦντες αὐτά (τὰ δύο ἄγκιστρα) formando una pinza para la extirpación de varices, Orib.45.18.20.
2 mec. atornillar, ensamblar en v. pas. πρὸς δὲ τῷ Η ἄκρῳ τοῦ κανονίου τύλος ἐνειλείσθω Hero Aut.10.2, ἐν δὲ τῷ τοίχῳ τοῦ πλινθίου ... ἐνειλείσθωσαν δύο γόμφοι Hero ib.
B intr. en v. med.
1 ir dando vueltas, hacer circunvoluciones ἔντερον ... ἑλικηδὸν ἐν κόλποις ἐνειλούμενον Hp.Anat.1.
2 en la palestra girarse, darse la vuelta ἐγχωρεῖ δὲ καὶ ὀρθοὺς ἐνειλουμένους ... ὀξὺ γυμνάσασθαι γυμνάσιον Gal.6.145.
3 fig. enzarzarse, enredarse en una pelea, forcejear ἐνειλούμενος μοι PRyl.144.18 (I d.C.).

German (Pape)

[Seite 836] darin einwickeln, verwickeln; τοῖς πολεμίοις ἐνειλούμενος Plut. Artaz. 11, öfter, wie andere Sp.

French (Bailly abrégé)

ἐνειλῶ :
envelopper dans, τινι;
NT: enrouler dans.
Étymologie: ἐν, εἰλέομαι de εἰλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνειλέω: заворачивать, закутывать, pass. попадать, проникать (ἐνειλούμενον ἐν τῇ γῇ πνεῦμα Arst.; τὸ πνευματῶδες ἐνειλούμενον τῷ νέφει Plut.): ἐνειλούμενος τοῖς πολεμίοις Plut. врезавшись в гущу неприятельских войск; ὁ ἐνειληθεὶς χρεώστης Plut. запутавшийся в долгах человек.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνειλέω: περιτυλίσσω ἐντός τινος. - Μέσ. φων., Κῆρες... πολέεσσί μ’ ἐνειλήσαντο κακοῖσι Κόϊντ. Σμυρν. 14. 294. - Παθ., ἐνειλοῦμαι, περικλείομαι, τὸ πνεῦμα... ἐνειλούμενον ἐν αὐτῇ (τῇ γῇ) Ἀριστ. π. Κόσμου 4. 32· περικαλύπτομαι, τῇ λεοντῇ Φιλόστρ. 719. ΙΙ. Παθ. ὡσαύτως, συμπλέκομαι, Κῦρον δὲ τοῖς πολεμίοις ἐνειλούμενον Πλουτ. Ἀρτοξ. 11· περιφέρομαι ἐν, τῶν αἰχμαλώτων τὸ μὲν δουλικὸν πλῆθος ἐνειλούμενον ὑπόπτως τοῖς ὅπλοις ἐκέλευσεν ἀναιρεθῆναι ὁ αὐτ. Βροῦτ. 45.

English (Strong)

from ἔννομος and the base of εἱλίσσω; to enwrap: wrap in.

English (Thayer)

ἐνείλω: 1st aorist ἐνείλησα; to roll in, wind in: τινα τίνι, one in anything, Aristotle, mund. 4, p. 396a, 14; Philo), Plutarch, Artemidorus Daldianus, Philostr., others.)

Greek Monotonic

ἐνειλέω: μέλ. —ήσω = ἐνείλλω, περιτυλίγω μέσα· μεταφ. σε Παθ., συμπλέκομαι, εμπλέκομαι, συγκρούομαι, τοῖς πολεμίοις, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. ήσω = e)nei/llw]
1. to wrap in: metaph.in Pass. to be engaged in or with, τοῖς πολεμίοις Plut.
B. ἐνείλλω
1. to wrap up in a thing, c. dat., Thuc.

Chinese

原文音譯:™neilšw 恩-誒累哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在內-旋轉
字義溯源:包裹,裹好;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(ἑλίσσω)*=盤繞或包裹)組成
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編
1) 裹好(1) 可15:46

Léxico de magia

envolver en un trozo de tela, una figurilla ἐνειλήσας τῷ αὐτῷ ῥάκει τὸ ζῴδιον βάλε εἰς ὑποκαύστραν βαλανείου τῇ πέμπτῃ ἡμέρᾳ envuelve la figurilla con el mismo trozo de ropa y échala al hipocausto de un baño al quinto día P II 51 un papiro τὸ δὲ ἕτερον (χάρτην) ... τῷ προειρημένῳ ῥάκει ἐνειλήσας χρήσει el otro rollo de papiro envuélvelo en el trozo de tela mencionado y úsalo P II 63 SM 74 21 (fr. lac.)

Lexicon Thucydideum

implicare, to involve, entangle, 2.76.1.