ἐλαύνω: Difference between revisions

6,985 bytes added ,  31 December 2018
2
(4)
(2)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐλαύνω:''' ([[ἐλάω]], βλ. αυτ.), μέλ. ἐλάσσω [ᾰ], Επικ. <i>ἐλάσσω</i> και <i>ἐλόω</i>, Αττ. [[ἐλῶ]], αόρ. αʹ <i>ἤλᾰσα</i>, Επικ. <i>ἔλᾰσα</i> και [[ἔλασσα]], Ιων. γʹ ενικ. <i>ἐλάσασκεν</i>· παρακ. <i>ἐλήλᾰκα</i>, υπερσ. <i>ἐληλάκειν</i> — Παθ., αόρ. αʹ [[ἠλάθην]] [ᾰ], μεταγεν. <i>ἠλάσθην</i>, παρακ. <i>ἐλήλαμαι</i>· γʹ ενικ. υπερσ. [[ἠλήλατο]], Επικ. <i>ἐλήλατο</i>· γʹ πληθ. [[ἠλήλαντο]], Επικ. <i>ἐληλέδατ'</i>.<br /><b class="num">I. 1.</b> Ριζική [[σημασία]], [[θέτω]] σε [[κίνηση]], κάνω [[κάτι]] να κινηθεί προς τα [[μπρος]], [[κινώ]], [[σπρώχνω]], [[οδηγώ]], λέγεται για την [[καθοδήγηση]] κοπαδιών, σε Όμηρ.· ομοίως στον Μέσ. αόρ. <i>ἠλασάμην</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[συχνά]] λέγεται για άρματα, [[οδηγώ]] προς τα [[μπρος]], στο ίδ., σε Ηρόδ.· επίσης, <i>ἐλ. ἵππον</i>, τον [[ιππεύω]], στον ίδ.· ἐλ. [[νῆα]], [[οδηγώ]] το [[καράβι]] [[μπροστά]] κωπηλατώντας, σε Ομήρ. Οδ.· <b>α)</b> με αυτή τη [[σημασία]] η αιτ. παραλείφθηκε και το [[ρήμα]] έγινε αμτβ., βρίσκομαι σε [[άρμα]], το [[οδηγώ]], μάστιξεν δ' [[ἐλάαν]] (ενν. <i>ἵππους</i>), τους χτύπησε με το [[μαστίγιο]] για να ξεκινήσουν, σε Ομήρ. Ιλ.· βῆ δ' [[ἐλάαν]] ἐπὶ κύματα, προχώρησε με [[ορμή]] αντίθετα στα κύματα, στο ίδ.· διὰ [[νύκτα]] [[ἐλάαν]], προχωρά, ταξιδεύει κατά τη [[διάρκεια]] της νύχτας, σε Ομήρ. Οδ.· [[ιππεύω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[προελαύνω]], στον ίδ.· [[κωπηλατώ]], σε Ομήρ. Οδ. <b>β)</b> με αυτή την αμτβ. [[σημασία]] συνοδεύεται [[ενίοτε]] από αιτ. τόπου, <i>γαλήνην ἐλαύνειν</i>, να πλέεις σε γαλήνια, ήρεμη [[θάλασσα]], δηλ. στην επιφάνειά της, στο ίδ.· <i>ἐλαύνειν δρόμον</i>, να τρέχεις σε αγώνα δρόμου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[οδηγώ]] [[μακριά]], όπως το [[ἀπελαύνω]], λέγεται για κλεμμένα ζώα, σε Όμηρ., Ξεν.· ομοίως και σε Μέσ., σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> [[διώχνω]], [[εκτοπίζω]], [[εκβάλλω]], σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.<br /><b class="num">4.</b> [[οδηγώ]], [[φέρνω]] σε έσχατο [[σημείο]], [[οδηγώ]] στα [[άκρα]], ἄδην [[ἐλόωσι]] πολέμοιο, θα τον βασανίσουν [[μέχρι]] να κορεσθεί από τον πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄδην [[ἐλάαν]] κακότητος, θα τον καταδιώξουν [[μέχρι]] το [[σημείο]] που είναι αναγκαίο, σε Ομήρ. Οδ.· [[έπειτα]] σε Αττ., [[καταδιώκω]], [[κατατρέχω]], [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι, [[βασανίζω]], [[καταπιέζω]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> αμτβ. σε εκφράσεις όπως, <i>ἐς τοσοῦτον ἤλασαν</i>, το προχώρησαν [[μέχρι]] [[αυτού]] του σημείου, (όπου πρέπει να συμπληρωθεί το [[πρᾶγμα]]), σε Ηρόδ.· απ' όπου, [[προβαίνω]], [[προχωρώ]], [[επέρχομαι]], σε Ευρ., Πλάτ. <b>II.1</b> [[πλήττω]], [[χτυπώ]], <i>ἐλάτῃσιν πόντον ἐλαύνοντες</i>, πρβλ. Λατ. remis impellere, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[πλήττω]] με όπλο, [[αλλά]] όχι με [[βλήμα]], στο ίδ.· με [[διπλή]] αιτ., <i>τὸνμὲν ἔλασ' ὦμον</i>, τον χτύπησε, τον έπληξε, τον τραυμάτισε, τον πλήγωσε πάνω στον ώμο, στο ίδ.· <i>χθόνα ἤλασε μετώπῳ</i>, χτύπησε στο [[έδαφος]] με το μέτωπό του, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> [[διαπερνώ]], [[δόρυ]] διὰ [[στήθεσφιν]] ἔλασσε, σε Ομήρ. Ιλ.· και σε Παθ., [[διέρχομαι]], διαπερνιέμαι, στο ίδ.<br /><b class="num">III.</b> με μεταφ. σημασίες:<br /><b class="num">1.</b> [[χτυπώ]] με [[σφυρί]], [[σφυροκοπώ]], [[σφυρηλατώ]], Λατ. ducere, [[σφυρηλατώ]] [[μέταλλο]], σε Ομήρ. Ιλ.· περὶ δ' [[ἕρκος]] ἔλασσε κασσιτέρου, κατασκεύασε [[τριγύρω]] ένα φράχτη από σφυρηλατημένο κασσίτερο, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τραβώ]] [[γραμμή]] τείχους ή τάφρου, Λατ. ducere murum, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[τεῖχος]] ἐς τὸν ποταμὸν τοὺς ἀγκῶνας ἐλήλαται, οι γωνίες του τείχους φθάνουν [[μέχρι]] τον ποταμό, σε Ηρόδ.· <i>ὄγμον ἐλαύνειν</i>, [[δημιουργώ]] [[αυλακιά]] ή χωματοσήκωμα στο [[θέρισμα]] ή στο [[δρεπάνισμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὄρχον ἀμπελίδος ἐλ</i>., [[τραβώ]], [[δημιουργώ]] [[σειρά]] από αμπέλια, δηλ. τα [[φυτεύω]] στη [[σειρά]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> <i>κολῳὸν ἐλαύνειν</i>, [[παρατείνω]] τον καυγά, τη [[λογομαχία]], [[διαπληκτίζομαι]], [[καβγαδίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐλαύνω:''' ([[ἐλάω]], βλ. αυτ.), μέλ. ἐλάσσω [ᾰ], Επικ. <i>ἐλάσσω</i> και <i>ἐλόω</i>, Αττ. [[ἐλῶ]], αόρ. αʹ <i>ἤλᾰσα</i>, Επικ. <i>ἔλᾰσα</i> και [[ἔλασσα]], Ιων. γʹ ενικ. <i>ἐλάσασκεν</i>· παρακ. <i>ἐλήλᾰκα</i>, υπερσ. <i>ἐληλάκειν</i> — Παθ., αόρ. αʹ [[ἠλάθην]] [ᾰ], μεταγεν. <i>ἠλάσθην</i>, παρακ. <i>ἐλήλαμαι</i>· γʹ ενικ. υπερσ. [[ἠλήλατο]], Επικ. <i>ἐλήλατο</i>· γʹ πληθ. [[ἠλήλαντο]], Επικ. <i>ἐληλέδατ'</i>.<br /><b class="num">I. 1.</b> Ριζική [[σημασία]], [[θέτω]] σε [[κίνηση]], κάνω [[κάτι]] να κινηθεί προς τα [[μπρος]], [[κινώ]], [[σπρώχνω]], [[οδηγώ]], λέγεται για την [[καθοδήγηση]] κοπαδιών, σε Όμηρ.· ομοίως στον Μέσ. αόρ. <i>ἠλασάμην</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[συχνά]] λέγεται για άρματα, [[οδηγώ]] προς τα [[μπρος]], στο ίδ., σε Ηρόδ.· επίσης, <i>ἐλ. ἵππον</i>, τον [[ιππεύω]], στον ίδ.· ἐλ. [[νῆα]], [[οδηγώ]] το [[καράβι]] [[μπροστά]] κωπηλατώντας, σε Ομήρ. Οδ.· <b>α)</b> με αυτή τη [[σημασία]] η αιτ. παραλείφθηκε και το [[ρήμα]] έγινε αμτβ., βρίσκομαι σε [[άρμα]], το [[οδηγώ]], μάστιξεν δ' [[ἐλάαν]] (ενν. <i>ἵππους</i>), τους χτύπησε με το [[μαστίγιο]] για να ξεκινήσουν, σε Ομήρ. Ιλ.· βῆ δ' [[ἐλάαν]] ἐπὶ κύματα, προχώρησε με [[ορμή]] αντίθετα στα κύματα, στο ίδ.· διὰ [[νύκτα]] [[ἐλάαν]], προχωρά, ταξιδεύει κατά τη [[διάρκεια]] της νύχτας, σε Ομήρ. Οδ.· [[ιππεύω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[προελαύνω]], στον ίδ.· [[κωπηλατώ]], σε Ομήρ. Οδ. <b>β)</b> με αυτή την αμτβ. [[σημασία]] συνοδεύεται [[ενίοτε]] από αιτ. τόπου, <i>γαλήνην ἐλαύνειν</i>, να πλέεις σε γαλήνια, ήρεμη [[θάλασσα]], δηλ. στην επιφάνειά της, στο ίδ.· <i>ἐλαύνειν δρόμον</i>, να τρέχεις σε αγώνα δρόμου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[οδηγώ]] [[μακριά]], όπως το [[ἀπελαύνω]], λέγεται για κλεμμένα ζώα, σε Όμηρ., Ξεν.· ομοίως και σε Μέσ., σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> [[διώχνω]], [[εκτοπίζω]], [[εκβάλλω]], σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.<br /><b class="num">4.</b> [[οδηγώ]], [[φέρνω]] σε έσχατο [[σημείο]], [[οδηγώ]] στα [[άκρα]], ἄδην [[ἐλόωσι]] πολέμοιο, θα τον βασανίσουν [[μέχρι]] να κορεσθεί από τον πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄδην [[ἐλάαν]] κακότητος, θα τον καταδιώξουν [[μέχρι]] το [[σημείο]] που είναι αναγκαίο, σε Ομήρ. Οδ.· [[έπειτα]] σε Αττ., [[καταδιώκω]], [[κατατρέχω]], [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι, [[βασανίζω]], [[καταπιέζω]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> αμτβ. σε εκφράσεις όπως, <i>ἐς τοσοῦτον ἤλασαν</i>, το προχώρησαν [[μέχρι]] [[αυτού]] του σημείου, (όπου πρέπει να συμπληρωθεί το [[πρᾶγμα]]), σε Ηρόδ.· απ' όπου, [[προβαίνω]], [[προχωρώ]], [[επέρχομαι]], σε Ευρ., Πλάτ. <b>II.1</b> [[πλήττω]], [[χτυπώ]], <i>ἐλάτῃσιν πόντον ἐλαύνοντες</i>, πρβλ. Λατ. remis impellere, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[πλήττω]] με όπλο, [[αλλά]] όχι με [[βλήμα]], στο ίδ.· με [[διπλή]] αιτ., <i>τὸνμὲν ἔλασ' ὦμον</i>, τον χτύπησε, τον έπληξε, τον τραυμάτισε, τον πλήγωσε πάνω στον ώμο, στο ίδ.· <i>χθόνα ἤλασε μετώπῳ</i>, χτύπησε στο [[έδαφος]] με το μέτωπό του, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> [[διαπερνώ]], [[δόρυ]] διὰ [[στήθεσφιν]] ἔλασσε, σε Ομήρ. Ιλ.· και σε Παθ., [[διέρχομαι]], διαπερνιέμαι, στο ίδ.<br /><b class="num">III.</b> με μεταφ. σημασίες:<br /><b class="num">1.</b> [[χτυπώ]] με [[σφυρί]], [[σφυροκοπώ]], [[σφυρηλατώ]], Λατ. ducere, [[σφυρηλατώ]] [[μέταλλο]], σε Ομήρ. Ιλ.· περὶ δ' [[ἕρκος]] ἔλασσε κασσιτέρου, κατασκεύασε [[τριγύρω]] ένα φράχτη από σφυρηλατημένο κασσίτερο, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τραβώ]] [[γραμμή]] τείχους ή τάφρου, Λατ. ducere murum, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[τεῖχος]] ἐς τὸν ποταμὸν τοὺς ἀγκῶνας ἐλήλαται, οι γωνίες του τείχους φθάνουν [[μέχρι]] τον ποταμό, σε Ηρόδ.· <i>ὄγμον ἐλαύνειν</i>, [[δημιουργώ]] [[αυλακιά]] ή χωματοσήκωμα στο [[θέρισμα]] ή στο [[δρεπάνισμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὄρχον ἀμπελίδος ἐλ</i>., [[τραβώ]], [[δημιουργώ]] [[σειρά]] από αμπέλια, δηλ. τα [[φυτεύω]] στη [[σειρά]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> <i>κολῳὸν ἐλαύνειν</i>, [[παρατείνω]] τον καυγά, τη [[λογομαχία]], [[διαπληκτίζομαι]], [[καβγαδίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλαύνω:''' эп.-поэт. тж. [[ἐλάω]] (impf. ἤλαυνον - эп. iter. ἐλαύνεσκον, fut. [[ἐλῶ]] и [[ἐλάσω]] - эп. ἐλόω и ἐλάσσω, aor. [[ἤλασα]] - эп. ἔλασ(σ)α, pf. [[ἐλήλακα]]; pass.: aor. [[ἠλάθην]] - поздн. ἠλάσθην, pf. ἐλήλαμαι, ppf. [[ἠληλάμην]])<br /><b class="num">1)</b> гнать, погонять ([[ἅρμα]] καὶ ἵππους Hom.; ταῦρον διὰ τοῦ ἄστεος Plut.; γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνεσθαι Aesch.): τὸν ἵππον ἐ. Her. ездить верхом на лошади;<br /><b class="num">2)</b> угонять, уводить (ἀρίστας [[βοῶν]] Hom.; ὅ τι δύναιντο Xen.); med. угонять с собой (βόας καὶ μῆλα Hom.; τὰς [[βοῦς]] Plat.; λείαν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> изгонять (τινὰ ἐκ δήμου Hom.; τινὰ ἐκ δόμων и ἀφ᾽ ἑστίας Aesch.; ἐκ γῆς Soph. и γῆς Eur.; [[μίασμα]] Soph. и [[ἄγος]] Thuc.): ἐλαυνόμενος καὶ ὑβριζόμενος Dem. гонимый и осыпаемый оскорблениями;<br /><b class="num">4)</b> (о корабле) приводить в движение ([[νῆα]] Hom.; τὰς [[ναῦς]] Arph.; τριήρεις Plat.): κώπην ἐ. Plut. грести; πόντον ἐλάταις ἐ. Hom. плыть на веслах по морю; [[νηῦς]] ἐλαυνομένη Hom. плывущий корабль; οἱ ἐλαύνοντες Hom. гребцы;<br /><b class="num">5)</b> преследовать, терзать, донимать (τινά Hom.): ἐ. τινὰ κακότητος Hom. мучить кого-л.; χεὶρ ὀδύνῃσι ἐλήλαται Hom. рука болит; λοιμὸς ἐλαύνει πόλιν Soph. мор опустошает город; φοβεῖσθαι, μή τι [[δαιμόνιον]] τὰ πράγματα ἐλαύνῃ Dem. опасаться, как бы некое божество не потрясло государства; λύπῃ [[πᾶς]] ἐλήλαται κακῇ Eur. он удручен тяжелой скорбью;<br /><b class="num">6)</b> ударять (τινὰ σκήπτρῳ Hom.): χθόνα ἤλασε παντὶ μετώπῳ Hom. он хлопнулся лицом прямо в землю; κιθάραν ἐλαύνων πλήκτρῳ Eur. бряцая плектром на лире;<br /><b class="num">7)</b> вести (στρατόν Pind.; στρατιήν Her.);<br /><b class="num">8)</b> вонзать ([[δόρυ]] διὰ [[στήθεσσιν]] Hom.; χαλκὸν ἐν πλευραῖσι Pind.): ὀϊστὸς ὤμῳ ἐνὶ [[ἠλήλατο]] Hom. стрела впилась в плечо;<br /><b class="num">9)</b> поражать, ранить (τινὰ ὦμον φασγάνῳ Hom.; ἐλαύνεσθαι εἰς τὸν μηρόν Luc.);<br /><b class="num">10)</b> наносить, причинять (τὴν οὐλὴν ὀδόντι Hom.);<br /><b class="num">11)</b> вдевать, продевать (τι διὰ μέσου τινός Plat.);<br /><b class="num">12)</b> устремлять, обрушивать: [[πνεῦμα]] [[σφοδρῶς]] ἐλαυνόμενον Arst. сильный взрыв (сжатого) воздуха; ἐδόκει [[μήνιμα]] [[δαιμόνιον]] ἐλαύνειν τὰς πόλεις Plut. казалось, что гнев божества обрушился на города; πνοὰς ἀνέμων ζάλην ἐλαυνόντων Plut. при бушевании ураганных ветров;<br /><b class="num">13)</b> устремлять, направлять (τὸν [[ἑαυτοῦ]] ὁδόν Arph.);<br /><b class="num">14)</b> повышать, доводить (τὰ τέλη ἐπὶ τὰς ἐσχάτας τιμάς Plut.);<br /><b class="num">15)</b> перен. доводить, приводить (τινὰ εἰς ὀργήν Eur.);<br /><b class="num">16)</b> проводить, прокапывать (τάφρον Hom.; αὔλακα Hes., Pind.; ἀμπελίδος ὄρχον Arph.);<br /><b class="num">17)</b> проводить, строить, возводить ([[τεῖχος]] Hom.): σταυροὺς πυκνοὺς καὶ θαμέας [[ἐλαυνέμεν]] Hom. строить частокол; τὸ [[τεῖχος]] ἐς τὸν ποταμὸν ἐλήλαται Her. стена доходит до реки;<br /><b class="num">18)</b> проливать ([[δάκρυ]] εἰς γαῖαν Eur.);<br /><b class="num">19)</b> вызывать, возбуждать (κολῳὸν ἔν τισι Hom.);<br /><b class="num">20)</b> пробуждать (ἀρετάς Pind.);<br /><b class="num">21)</b> выковывать, ковать (ἀσπίδα χαλκείην Hom.; [[ἐληλαμένος]] [[σίδηρος]] Plut.);<br /><b class="num">22)</b> подчинять себе, покорять, захватывать (Ἰωνίαν πᾶσαν Aesch.);<br /><b class="num">23)</b> устремляться, направляться (ἐπὶ κύματα Hom.): [[μάλα]] [[σφοδρῶς]] ἐ. Hom. спешить изо всех сил;<br /><b class="num">24)</b> ехать, путешествовать (νύκτα διὰ δνοφερήν Hom.);<br /><b class="num">25)</b> вступать, въезжать (ἐς τὸ [[ἄστυ]] Her.);<br /><b class="num">26)</b> врываться, вторгаться (ἐπὶ τὴν Ἀττικήν Plut.);<br /><b class="num">27)</b> обрушиваться, нападать (εἰς τὰς τάξεις τῶν Ἑλλήνων Xen.);<br /><b class="num">28)</b> доходить, заходить, продвигаться: ἐς πᾶσαν κακότητα ἐλάσαι Her. совершить всяческие злодеяния; [[ἐγγὺς]] μανιῶν ἐ. Eur. находиться на грани безумия; [[ἔξω]] τοῦ φρονεῖν ἐ. Eur. сойти с ума; [[πρόσω]] ἐλάσαι τῆς πρὸς τοὺς πολεμίους πλεονεξίας Xen. превзойти врагов в хитрости; οἱ [[πόρρω]] ἀεὶ φιλοσοφίας ἐλαύνοντες Plat. не перестающие заниматься философией; πρὸς τὴν νόσον ἐλάσαι Arst. впасть в болезнь; [[πόρρω]] [[παντάπασιν]] ἡλικίας ἐληλακώς Plut. достигший преклонного возраста; ὁ εἰς τοσοῦτον ἤλασεν ἐπιμελείας, [[ὥστε]] … Diog. L. он дошел в своем трудолюбии до того, что …;<br /><b class="num">29)</b> Arph., Anth. = [[βινέω]].
}}
}}