ἐξαμύνομαι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξᾰμύνομαι:''' [ῡ], μέλ. <i>-αμῠνοῦμαι</i>, Μέσ., προστατεύομαι, προφυλάσσομαι [[απομακρύνω]] από εμένα, σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''ἐξᾰμύνομαι:''' [ῡ], μέλ. <i>-αμῠνοῦμαι</i>, Μέσ., προστατεύομαι, προφυλάσσομαι [[απομακρύνω]] από εμένα, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαμύνομαι:''' отражать от себя, отгонять прочь, подавлять (τὰς νόσους ἀκέσμασι Aesch.; θεάς, sc. Ἐρινύας Eur.): ἐ. αἶθον (v. l. αἶθρον) θεοῦ Eur. защищать себя от солнечного зноя.
}}
}}