Anonymous

ἐξαμύνομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξαμύνομαι]] (Α)<br />[[αποκρούω]] κάποιον ή [[κάτι]], [[αμύνομαι]] [[εναντίον]] κάποιου, [[εξουδετερώνω]], [[αποκρούω]], [[απομακρύνω]] [[κάτι]] («αἶθρον ἐξαμύνασθαι θεοῡ» — ν' αμυνθούμε στο πρωινό [[ψύχος]], <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[ἐξαμύνομαι]] (Α)<br />[[αποκρούω]] κάποιον ή [[κάτι]], [[αμύνομαι]] [[εναντίον]] κάποιου, [[εξουδετερώνω]], [[αποκρούω]], [[απομακρύνω]] [[κάτι]] («αἶθρον ἐξαμύνασθαι θεοῡ» — ν' αμυνθούμε στο πρωινό [[ψύχος]], <b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξᾰμύνομαι:''' [ῡ], μέλ. <i>-αμῠνοῦμαι</i>, Μέσ., προστατεύομαι, προφυλάσσομαι [[απομακρύνω]] από εμένα, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}