ἐξαλαπάζω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξᾰλᾰπάζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[κυριεύω]] πόλη, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, [[αδειάζω]], [[εκκενώνω]] πόλη από τους κατοίκους της, [[εκτοπίζω]] τους κατοίκους της, έτσι ώστε να εγκαταστήσω νέους κατοίκους σε αυτήν, <i>μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας</i>, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, [[καταστρέφω]] ολοκληρωτικά, [[αφανίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐξᾰλᾰπάζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[κυριεύω]] πόλη, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, [[αδειάζω]], [[εκκενώνω]] πόλη από τους κατοίκους της, [[εκτοπίζω]] τους κατοίκους της, έτσι ώστε να εγκαταστήσω νέους κατοίκους σε αυτήν, <i>μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας</i>, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, [[καταστρέφω]] ολοκληρωτικά, [[αφανίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξᾰλᾰπάζω:''' <b class="num">1)</b> очищать от жителей (πόλιν Hom. - ср. 2);<br /><b class="num">2)</b> разорять, грабить (Τροίην Hom.; πόλιν Hes., Xen. - ср. 1);<br /><b class="num">3)</b> разрушать, уничтожать ([[τεῖχος]], [[νῆας]] Hom.);<br /><b class="num">4)</b> изнурять, истощать ([[νόσος]] τις ἐξαλάπαξέ - v. l. ἐξάλλαξέ - με Theocr.).
}}
}}