Anonymous

ἐξαλαπάζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξαλαπάζω]] (Α) [[αλαπάζω]]<br /><b>1.</b> [[λεηλατώ]], [[ερημώνω]] («πόλιν Τροίην εύτύχεον ἐξαλαπάξαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]] («ἐξαλαπάξειν νῆας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκκενώνω]] μια [[πόλη]] για να εγκαταστήσω σ' αυτή νέους κατοίκους («μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[αρρώστια]]) [[εξαντλώ]] («[[ἀλλά]] με... [[νόσος]] ἐξαλάπαξε», <b>Θεόκρ.</b>).
|mltxt=[[ἐξαλαπάζω]] (Α) [[αλαπάζω]]<br /><b>1.</b> [[λεηλατώ]], [[ερημώνω]] («πόλιν Τροίην εύτύχεον ἐξαλαπάξαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]] («ἐξαλαπάξειν νῆας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκκενώνω]] μια [[πόλη]] για να εγκαταστήσω σ' αυτή νέους κατοίκους («μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[αρρώστια]]) [[εξαντλώ]] («[[ἀλλά]] με... [[νόσος]] ἐξαλάπαξε», <b>Θεόκρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξᾰλᾰπάζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[κυριεύω]] πόλη, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, [[αδειάζω]], [[εκκενώνω]] πόλη από τους κατοίκους της, [[εκτοπίζω]] τους κατοίκους της, έτσι ώστε να εγκαταστήσω νέους κατοίκους σε αυτήν, <i>μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας</i>, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, [[καταστρέφω]] ολοκληρωτικά, [[αφανίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}