ἐνελίσσω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνελίσσω:''' Ιων. εἰλ-, μέλ. <i>-ξω</i>· [[τυλίγω]] [[κάτι]] μέσα σε [[κάτι]] [[άλλο]] — Μέσ., περιτυλίγομαι μέσα σε [[κάτι]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐνελίσσω:''' Ιων. εἰλ-, μέλ. <i>-ξω</i>· [[τυλίγω]] [[κάτι]] μέσα σε [[κάτι]] [[άλλο]] — Μέσ., περιτυλίγομαι μέσα σε [[κάτι]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνελίσσω:''' ион. [[ἐνειλίσσω]] заворачивать, закутывать: ἐνειλιγμένος τοὺς πόδας εἰς πίλους Plat. обмотав себе ноги войлоком; med. закутываться (ἐν ἱματίῳ Her.).
}}
}}