ἐπιβείομεν: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(2) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιβείομεν:''' Επικ. αντί <i>-βῶμεν</i>, υποτ. αορ. βʹ του [[ἐπιβαίνω]]· [[ἐπιβήμεναι]], απαρ. Επικ. αντί -[[βῆναι]]. | |lsmtext='''ἐπιβείομεν:''' Επικ. αντί <i>-βῶμεν</i>, υποτ. αορ. βʹ του [[ἐπιβαίνω]]· [[ἐπιβήμεναι]], απαρ. Επικ. αντί -[[βῆναι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιβείομεν:''' эп. (= ἐπιβῶμεν) 1 л. pl. conjct. к [[ἐπιβαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβείομεν: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ -βῶμεν, καὶ ἐπιβήμεναι ἀντὶ τοῦ -βῆναι, ἴδε ἐπιβαίνω.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. épq. sbj. ao.2 de ἐπιβαίνω.
Greek Monotonic
ἐπιβείομεν: Επικ. αντί -βῶμεν, υποτ. αορ. βʹ του ἐπιβαίνω· ἐπιβήμεναι, απαρ. Επικ. αντί -βῆναι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβείομεν: эп. (= ἐπιβῶμεν) 1 л. pl. conjct. к ἐπιβαίνω.