εὐφόρητος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐφόρητος:''' -ον, αυτός που υποφέρεται εύκολα, [[υποφερτός]], [[ανεκτός]], <i>τινι</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''εὐφόρητος:''' -ον, αυτός που υποφέρεται εύκολα, [[υποφερτός]], [[ανεκτός]], <i>τινι</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐφόρητος:''' легко выносимый, т. е. в котором можно утешиться ([[τάφος]] Aesch.).
}}
}}