εὐφόρητος

From LSJ

πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφόρητος Medium diacritics: εὐφόρητος Low diacritics: ευφόρητος Capitals: ΕΥΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: euphórētos Transliteration B: euphorētos Transliteration C: efforitos Beta Code: eu)fo/rhtos

English (LSJ)

εὐφόρητον, endurable, τινι A.Ch.353 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à supporter.
Étymologie: εὖ, φορέω.

German (Pape)

gut, leicht zu tragen, Aesch. Ch. 348.

Russian (Dvoretsky)

εὐφόρητος: легко выносимый, т. е. в котором можно утешиться (τάφος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐφόρητος: -ον, εὐκόλως φερόμενος. ὑποφερτός, τινι Αἰσχύλ. Χο. 353, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. σ. 388Β, Θεόδ. Στουδ. σ. 182Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐφόρητος, -ον)
αυτός που μεταφέρεται, που βαστάζεται εύκολα, ευκολοβάσταχτος
μσν.-αρχ.
μτφ. ανεκτός, υποφερτός («τὸ τῆς δουλείας ἄχθος εὐφορητότερον», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φορητός (< φέρω)].

Greek Monotonic

εὐφόρητος: -ον, αυτός που υποφέρεται εύκολα, υποφερτός, ανεκτός, τινι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

εὐ-φόρητος, ον
easily borne, endurable, τινι Aesch.