εὐχερής: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐχερής:''' -ές ([[χείρ]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που χειρίζεται [[κάποιος]] εύκολα, αυτός που αντιμετωπίζεται εύκολα, [[εύκολος]], [[ακίνδυνος]]· <i>εὐχερές ἐστι</i>, με απαρ., σε Βατραχομ.· πάντα ταῦτ' ἐν εὐχερεῖ [[ἔθου]], τα πήρες [[ελαφρά]], αψήφιστα, δεν τους έδωσες [[προσοχή]], σε Σοφ.· επίρρ. <i>-ρῶς</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, ευκολομεταχείριστος, [[συμβιβαστικός]], [[ενδοτικός]], [[αγαθός]], [[καλόβολος]], [[υποχωρητικός]], σε Σοφ.· επίρρ. [[εὐχερῶς]] φέρειν, σε Πλάτ. κ.λπ.· συγκρ. <i>-έστερον</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[ανόητος]], [[απερίσκεπτος]], σε Δημ.· επίρρ. <i>-ρῶς</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''εὐχερής:''' -ές ([[χείρ]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που χειρίζεται [[κάποιος]] εύκολα, αυτός που αντιμετωπίζεται εύκολα, [[εύκολος]], [[ακίνδυνος]]· <i>εὐχερές ἐστι</i>, με απαρ., σε Βατραχομ.· πάντα ταῦτ' ἐν εὐχερεῖ [[ἔθου]], τα πήρες [[ελαφρά]], αψήφιστα, δεν τους έδωσες [[προσοχή]], σε Σοφ.· επίρρ. <i>-ρῶς</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, ευκολομεταχείριστος, [[συμβιβαστικός]], [[ενδοτικός]], [[αγαθός]], [[καλόβολος]], [[υποχωρητικός]], σε Σοφ.· επίρρ. [[εὐχερῶς]] φέρειν, σε Πλάτ. κ.λπ.· συγκρ. <i>-έστερον</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[ανόητος]], [[απερίσκεπτος]], σε Δημ.· επίρρ. <i>-ρῶς</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐχερής:''' <b class="num">1)</b> легко склоняющийся, податливый (πρὸς ὀργήν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> уступчивый, сговорчивый (sc. [[ἄνθρωπος]] Arst.): [[ὅρα]] σὺ μὴ [[νῦν]] τις εὐ. [[παρῇς]] Soph. смотри, не проявляй теперь (чрезмерной) уступчивости;<br /><b class="num">3)</b> легко приспособляющийся, искусно использующий (τῆς πολεμικῆς χρείας Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> неразборчивый (πρὸς πᾶσαν τροφήν Arst.);<br /><b class="num">5)</b> легкий, беззаботный ([[βίος]] Plat.);<br /><b class="num">6)</b> искусный, ловкий (εὐ. χαὶ [[πανοῦργος]] [[φύσις]] Plut.);<br /><b class="num">7)</b> распущенный, легкомысленный (μιαρὸς καὶ [[λίαν]] εὐ. Plut.);<br /><b class="num">8)</b> легкий, доступный ([[ταῦτα]] [[δαήμεναι]] [[εὐχερές]] ἐστιν Batr.).
}}
}}