εὔσαρκος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔσαρκος:''' -ον ([[σάρξ]]), [[παχύσαρκος]], [[σαρκώδης]], αυτός που βρίσκεται σε [[καλή]] [[κατάσταση]], [[παχουλός]], [[γεμάτος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''εὔσαρκος:''' -ον ([[σάρξ]]), [[παχύσαρκος]], [[σαρκώδης]], αυτός που βρίσκεται σε [[καλή]] [[κατάσταση]], [[παχουλός]], [[γεμάτος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔσαρκος:''' мясистый, полный (εὔχροός τε καὶ εὔ. Xen.; διὰ τὴν εὐτροφίαν Arst.).
}}
}}