εὐσύνοπτος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐσύνοπτος:''' -ον ([[συνόψομαι]]), αυτός που συλλαμβάνεται [[αμέσως]], [[χωρίς]] [[χρονοτριβή]], αυτός που διαπιστώνεται [[μεμιάς]], σε Αισχίν. κ.λπ.
|lsmtext='''εὐσύνοπτος:''' -ον ([[συνόψομαι]]), αυτός που συλλαμβάνεται [[αμέσως]], [[χωρίς]] [[χρονοτριβή]], αυτός που διαπιστώνεται [[μεμιάς]], σε Αισχίν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐσύνοπτος:''' <b class="num">1)</b> удобообозримый, охватываемый одним взглядом (τὸ [[πεδίον]] Aeschin.; [[μέγεθος]] Arst.): ἀλλήλοις εὐσύνοπτοι Arst. находящиеся друг у друга на виду;<br /><b class="num">2)</b> легко усваиваемый, понятный ([[μῦθος]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> легко усматриваемый, сразу обнаруживаемый, заметный (τὸ [[ψεῦδος]] Arst.).
}}
}}