3,277,121
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐσύνοπτος:''' -ον ([[συνόψομαι]]), αυτός που συλλαμβάνεται [[αμέσως]], [[χωρίς]] [[χρονοτριβή]], αυτός που διαπιστώνεται [[μεμιάς]], σε Αισχίν. κ.λπ. | |lsmtext='''εὐσύνοπτος:''' -ον ([[συνόψομαι]]), αυτός που συλλαμβάνεται [[αμέσως]], [[χωρίς]] [[χρονοτριβή]], αυτός που διαπιστώνεται [[μεμιάς]], σε Αισχίν. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐσύνοπτος:''' <b class="num">1)</b> удобообозримый, охватываемый одним взглядом (τὸ [[πεδίον]] Aeschin.; [[μέγεθος]] Arst.): ἀλλήλοις εὐσύνοπτοι Arst. находящиеся друг у друга на виду;<br /><b class="num">2)</b> легко усваиваемый, понятный ([[μῦθος]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> легко усматриваемый, сразу обнаруживаемый, заметный (τὸ [[ψεῦδος]] Arst.). | |||
}} | }} |