ζωοθετέω: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζωοθετέω:''' ([[τίθημι]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω κάποιον ζωντανό, [[ζωοποιώ]], [[ζωογονώ]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ζωοθετέω:''' ([[τίθημι]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω κάποιον ζωντανό, [[ζωοποιώ]], [[ζωογονώ]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ζωοθετέω:''' делать живым, оживлять (πάντα Anth.).
}}
}}