ἡδυπαθέω: Difference between revisions
From LSJ
Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡδυπᾰθέω:''' ([[ἡδυπαθής]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, ζω τρυφηλά, [[απολαμβάνω]] τις ηδονές του σώματος, είμαι [[πολυτελής]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἡδυπᾰθέω:''' ([[ἡδυπαθής]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, ζω τρυφηλά, [[απολαμβάνω]] τις ηδονές του σώματος, είμαι [[πολυτελής]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡδῠπᾰθέω:''' утопать в роскоши, жить среди наслаждений Xen., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A live pleasantly, enjoy oneself, X.Cyr.1.5.1, Jul.Mis.342b; ἡ. ἀπό τινος X.Oec.5.2.
German (Pape)
[Seite 1154] wohlleben, sich dem Vergnügen ergeben, Xen. Cyr. 1, 5, 1 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυπᾰθέω: ζῶ τρυφηλῶς, ἀπολαύω τῶν ἡδονῶν τοῦ σώματος, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 1· ἡδ. ἀπό τινος ὁ αὐτ. Οἰκ. 5, 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mener une vie efféminée.
Étymologie: ἡδυπαθής.
Greek Monotonic
ἡδυπᾰθέω: (ἡδυπαθής), μέλ. -ήσω, ζω τρυφηλά, απολαμβάνω τις ηδονές του σώματος, είμαι πολυτελής, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἡδῠπᾰθέω: утопать в роскоши, жить среди наслаждений Xen., Plut.