Θηβαιεύς: Difference between revisions

From LSJ
(4)
(2b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Θηβαιεύς:''' -έως, Ιων. -έος, ὁ, επίθ. του [[Δία]], ο [[Θηβαίος]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''Θηβαιεύς:''' -έως, Ιων. -έος, ὁ, επίθ. του [[Δία]], ο [[Θηβαίος]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''Θηβαιεύς:''' έως adj. m фиванский Her., Plut.
}}
}}

Revision as of 21:48, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

έως;
adj. m.
Thébain.
Étymologie: Θῆβαι.

Greek Monotonic

Θηβαιεύς: -έως, Ιων. -έος, ὁ, επίθ. του Δία, ο Θηβαίος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

Θηβαιεύς: έως adj. m фиванский Her., Plut.