3,274,216
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἴδιος:''' [ῐδ], -α, -ον και -ος, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει στον εαυτό του, [[ίδιος]], [[ιδιωτικός]]·<br /><b class="num">1.</b> [[ιδιωτικός]], [[ιδιαίτερος]]· [[πρῆξις]] ἥδ' ἰδίη οὐ [[δήμιος]], αυτή η [[υπόθεση]] είναι ιδιωτική, όχι δημόσια, σε Ομήρ. Οδ.· [[ἴδιος]] ἐν κοινῷ σταλείς, [[εισάγω]] έναν ιδιώτη σε μια δημόσια [[υπόθεση]], σε Πίνδ.· [[πλοῦτος]] [[ἴδιος]] καὶ [[δημόσιος]], [[ιδιωτικός]] και [[δημόσιος]] [[πλούτος]], σε Θουκ.· <i>τὰ ἱρὰ καὶ τὰ ἴδια</i>, ναοί και ιδιωτικά κτίρια, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τὰ ἴδια</i>, ιδιωτικές υποθέσεις, ιδιωτικά συμφέροντα, ζητήματα, αντίθ. προς τα κοινά, δημόσια, σε Θουκ.· ιδιωτική [[περιουσία]], στον ίδ.· <i>ἴδια πράττειν</i>, [[φροντίζω]] για τις δικές μου υποθέσεις, σε Ευρ.· <i>τὰ ἐμὰ ἴδια</i>, σε Δημ.· στον ενικ., τὸ ἡμέτερον [[ἴδιον]], στον ίδ.· εἰς τὸ [[ἴδιον]], για τον εαυτό (μου), σε Ξεν.· [[ἔγωγε]] τοὐμὸν [[ἴδιον]], [[τουλάχιστον]] σε [[σχέση]] με όσα με αφορούν, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[ιδιαίτερος]], [[ξεχωριστός]], διακεκριμένος, [[ἔθνος]] [[ἴδιον]], σε Ηρόδ.· <i>ἴδιοί τινες θεοί</i>, σε Αριστοφ.· [[ἴδιον]] ἢ ἄλλοι, ξεχωριστό και διαφορετικό από τους άλλους, σε Πλάτ.· [[ασυνήθιστος]], [[παράδοξος]], [[περίεργος]], <i>ἰδίοισιν ὑμεναίοισι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> ομαλ. συγκρ. <i>ἰδιώτερος</i>· υπερθ. <i>ἰδιώτατος</i>, σε Δημ.· μεταγεν., [[ἰδιαίτερος]], <i>-αίτατος</i>, σε Αριστ.<br /><b class="num">IV. 1.</b> επίρρ., [[ἰδίως]], ειδικά, ιδιαίτερα, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> επίσης, [[ἰδίᾳ]], Ιων. -ίῃ, ως επίρρ., μεμονωμένα, ιδιαιτέρως, ξεχωριστά, κατ' ιδίαν, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[οὔτε]] [[ἰδίᾳ]] [[οὔτε]] ἐν κοινῷ, σε Θουκ.· καὶ [[ἰδίᾳ]] καὶ [[δημοσίᾳ]], στον ίδ.· με γεν., [[ἰδίᾳ]] τῆς φρενός, ξέχωρα από..., έξω από..., σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἴδιος:''' [ῐδ], -α, -ον και -ος, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει στον εαυτό του, [[ίδιος]], [[ιδιωτικός]]·<br /><b class="num">1.</b> [[ιδιωτικός]], [[ιδιαίτερος]]· [[πρῆξις]] ἥδ' ἰδίη οὐ [[δήμιος]], αυτή η [[υπόθεση]] είναι ιδιωτική, όχι δημόσια, σε Ομήρ. Οδ.· [[ἴδιος]] ἐν κοινῷ σταλείς, [[εισάγω]] έναν ιδιώτη σε μια δημόσια [[υπόθεση]], σε Πίνδ.· [[πλοῦτος]] [[ἴδιος]] καὶ [[δημόσιος]], [[ιδιωτικός]] και [[δημόσιος]] [[πλούτος]], σε Θουκ.· <i>τὰ ἱρὰ καὶ τὰ ἴδια</i>, ναοί και ιδιωτικά κτίρια, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τὰ ἴδια</i>, ιδιωτικές υποθέσεις, ιδιωτικά συμφέροντα, ζητήματα, αντίθ. προς τα κοινά, δημόσια, σε Θουκ.· ιδιωτική [[περιουσία]], στον ίδ.· <i>ἴδια πράττειν</i>, [[φροντίζω]] για τις δικές μου υποθέσεις, σε Ευρ.· <i>τὰ ἐμὰ ἴδια</i>, σε Δημ.· στον ενικ., τὸ ἡμέτερον [[ἴδιον]], στον ίδ.· εἰς τὸ [[ἴδιον]], για τον εαυτό (μου), σε Ξεν.· [[ἔγωγε]] τοὐμὸν [[ἴδιον]], [[τουλάχιστον]] σε [[σχέση]] με όσα με αφορούν, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[ιδιαίτερος]], [[ξεχωριστός]], διακεκριμένος, [[ἔθνος]] [[ἴδιον]], σε Ηρόδ.· <i>ἴδιοί τινες θεοί</i>, σε Αριστοφ.· [[ἴδιον]] ἢ ἄλλοι, ξεχωριστό και διαφορετικό από τους άλλους, σε Πλάτ.· [[ασυνήθιστος]], [[παράδοξος]], [[περίεργος]], <i>ἰδίοισιν ὑμεναίοισι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> ομαλ. συγκρ. <i>ἰδιώτερος</i>· υπερθ. <i>ἰδιώτατος</i>, σε Δημ.· μεταγεν., [[ἰδιαίτερος]], <i>-αίτατος</i>, σε Αριστ.<br /><b class="num">IV. 1.</b> επίρρ., [[ἰδίως]], ειδικά, ιδιαίτερα, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> επίσης, [[ἰδίᾳ]], Ιων. -ίῃ, ως επίρρ., μεμονωμένα, ιδιαιτέρως, ξεχωριστά, κατ' ιδίαν, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[οὔτε]] [[ἰδίᾳ]] [[οὔτε]] ἐν κοινῷ, σε Θουκ.· καὶ [[ἰδίᾳ]] καὶ [[δημοσίᾳ]], στον ίδ.· με γεν., [[ἰδίᾳ]] τῆς φρενός, ξέχωρα από..., έξω από..., σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἴδιος:''' и 2 (ῐδ)<br /><b class="num">1)</b> свой, собственный: ἴ. πράσσων Eur. действующий по собственной воле, поступающий добровольно; τὴν δοκὸν τὴν ἐν τῷ ἰδίῳ ὀφθαλμῷ οὐ κατανοεῖν погов. NT не замечать бревна в собственном глазу;<br /><b class="num">2)</b> находящийся в частной собственности, частный ([[οἶκοι]], [[πλοῦτος]] Plat.; γῆ Arst.): [[φίλων]] οὐδὲν [[ἴδιον]] Eur. у (истинных) друзей (нет) ничего личного;<br /><b class="num">3)</b> частный, личный ([[κακόν]] Soph.; κέρδη Her.; τὰ διάφορα Thuc.; [[πόνος]] Plat.): [[ἰδίᾳ]] γνώμῃ Aesch. по личному усмотрению;<br /><b class="num">4)</b> особый, особенный, своеобразный, иной, отличный ([[ἔθνος]] Her.; [[οὐσία]] Plat., Arst.; πόλεις Dem.): ἰ. ἢ ἄλλοι Plat. иной, чем другие;<br /><b class="num">5)</b> специальный (ὄνομά τινος Plat.): τοῖς ἰδίοις ὀνόμασι λέγειν, καὶ μὴ τοῖς περιέχουσιν Arst. называть (вещи) специальными (т. е. собственными) словами, а не общими;<br /><b class="num">6)</b> странный, необычный (τὸ τῶν μελιττῶν [[γένος]] Arst.; [[ἄνθρωπος]] Plut.): παράδοξον [[εἰπεῖν]] τι καὶ περιττὸν καὶ [[ἴδιον]] Plut. сказать нечто из ряда вон выходящее;<br /><b class="num">7)</b> неслыханный, чудовищный (ὑμοναιοι Eur.);<br /><b class="num">8)</b> простой, обыкновенный: οὔτ᾽ ἐν ποιήσει οὔτ᾽ ἐν ἰδίοις λόγοις Plat. ни в стихах, ни в прозе - см. тж. [[ἰδία]], [[ἰδίᾳ]], [[ἴδιον]] и [[ἴδιοι]]. | |||
}} | }} |