καθαιματόω: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθαιμᾰτόω:''' = το προηγ., σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''καθαιμᾰτόω:''' = το προηγ., σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθαιμᾰτόω:''' (aor. καθῃμάτωσα)<br /><b class="num">1)</b> обагрять кровью (βωμόν Arph.);<br /><b class="num">2)</b> ранить до крови, разбивать ([[κρᾶτα]] πολεμίων [[ξένων]] Eur.; τὰ σκέλη Luc.).
}}
}}