καθαιματόω

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθαιμᾰτόω Medium diacritics: καθαιματόω Low diacritics: καθαιματόω Capitals: ΚΑΘΑΙΜΑΤΟΩ
Transliteration A: kathaimatóō Transliteration B: kathaimatoō Transliteration C: kathaimatoo Beta Code: kaqaimato/w

English (LSJ)

= καθαιμάσσω (make bloody, sprinkle, stain with blood), E. Hel. 1599, HF 234, 256, Ph. 1161, Ar. Th. 695 ; — Pass., Luc. Ind. 9.

German (Pape)

[Seite 1279] dasselbe; βωμόν Ar. Th. 695; Eur. γένυν καθῃμάτωσεν Phoen. 1167; Hel. 1615; in sp. Prosa, τὰ σκέλη καθῃματωμένος Luc. adv. ind. 9.

French (Bailly abrégé)

καθαιματῶ :
ao. καθῃμάτωσα;
ensanglanter.
Étymologie: κατά, αἱματόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-αιματόω met bloed bevlekken.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθαιμᾰτόω: (aor. καθῃμάτωσα)
1 обагрять кровью (βωμόν Arph.);
2 ранить до крови, разбивать (κρᾶτα πολεμίων ξένων Eur.; τὰ σκέλη Luc.).

Greek Monotonic

καθαιμᾰτόω: = το προηγ., σε Ευρ., Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

καθαιμᾰτόω: τῷ προηγ., «καταματώνω», Εὐρ. Ἑλ. 1599, Ἡρ. Μαιν. 234, 256, Φοίν. 1161, Ἀριστοφ. Θεσμ. 695.

Middle Liddell

= καθαιμάσσω, Eur., Ar.]