Anonymous

κάθαρσις: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάθαρσις:''' -εως, ἡ ([[καθαίρω]]), [[καθαρισμός]] από ενοχές ή [[μίασμα]], [[εξιλέωση]], Λατ. [[lustratio]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
|lsmtext='''κάθαρσις:''' -εως, ἡ ([[καθαίρω]]), [[καθαρισμός]] από ενοχές ή [[μίασμα]], [[εξιλέωση]], Λατ. [[lustratio]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κάθαρσις:''' εως (κᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> очищение (αἱ τῆς ψυχῆς καθάρσεις Plat.): κ. [[ἀπόκρισις]] χειρόνων ἀπὸ βελτιόνων (sc. ἐστίν) Plat. очищение есть отделение худшего от лучшего;<br /><b class="num">2)</b> культ. обряд очищения ([[ἔστι]] παραπλησίη ἡ κ. τοῖσι Λυδοῖσι καὶ τοῖσι Ἓλλησι Her.; ἡ [[σωτηρία]] διὰ τῆς καθάρσεως Arst.);<br /><b class="num">3)</b> «катарсис», очищение, возвышение (τῶν παθημάτων, [[ἰατρεία]] καὶ κ., sc. τῆς ψυχῆς Arst.);<br /><b class="num">4)</b> физиол. очищение, выделение (τῶν περιττωμάτων, καταμηνίων Arst.);<br /><b class="num">5)</b> мед. (гнойное) выделение ([[φλεγματώδης]] Arst.);<br /><b class="num">6)</b> мед. очищение, оздоровление (διὰ φαρμάκων Arst.).
}}
}}