κάθαρσις
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
English (LSJ)
καθάρσεως, ἡ, Elean κόθαρσις Schwyzer 412,
A catharsis, cleansing from guilt or defilement, purification, Hdt.1.35, Pl.Cra.405a, etc.; κάθαρσις… τὸ χωρίζειν ὅτι μάλιστα ἀπὸ τοῦ σώματος τὴν ψυχήν Id.Phd.67c, cf. Sph.227c (pl.); cleansing of the universe by fire, Zeno and Chrysipp.Stoic.2.184; cleansing of food by or before cooking, Diocl. Fr.138.
2 clarification, φυσικῶν προβλημάτων Epicur.Ep.2p.36U.; καθάρσεως δεῖται needs explanation, Phld.Lib.p.22O.
II Medic., clearing off of morbid humours, etc., evacuation, whether natural or by the use of medicines (cf. Gal.17(2).358), Hp.Aph. 5.36, cf. Acut. (Sp.) 31, etc.; ἰατρικὴ κάθαρσις Pl.Lg.628d; καθάρσεις, the menses in women, Hp.Aph.5.60; καθάρσεις καταμηνίων Arist. HA572b29; so κάθαρσις alone, Id.GA775b5; κάθαρσις μετὰ τόκον Hp.Aër. 7; ἡ ἐν τοῖς τόκοις κάθαρσις Arist.HA574b4; κάθαρσις αἵματος αὐτομάτη μοι… συνέβη D.54.12.
b τραγῳδία… δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν Arist.Po.1449b28, cf. Pol.1341b38.
III pruning of trees, Thphr.CP3.7.12.
IV winnowing of grain, in plural, PTeb.92.10 (ii B.C.); κάθαρσις πυροῦ PRyl.71.9 (i B.C.); τοῦ καρποῦ Ph.2.57 (sg.).
V clearing of land, PSI6.577.13 (iii B.C.), PPetr.3p.122 (iii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 1282] ἡ, die Reinigung, Sühnung; Her. 1, 35; Plat. Crat. 405 a u. öfter; defin. 415 d heißt es κάθ. ἀπόκρισις χειρόνων ἀπὸ βελτιόνων; αἱ τῆς ψυχῆς καθάρσεις Soph. 227 a– Bei Hippocr. u. den Aerzten die Reinigung des Körpers durch Arzneimittel und, wie Arist. H. A. 6, 18, die monatliche Reinigung der Frauen.
French (Bailly abrégé)
καθάρσεως (ἡ) :
purification :
1 t. de méd. purgation;
2 au mor. soulagement de l'âme par la satisfaction d'un besoin moral;
3 au sens relig. cérémonies de purification auxquelles étaient soumis les candidats à l'initiation.
Étymologie: καθαίρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάθαρσις καθάρσεως, ἡ καθαίρω Ion. gen. sing. καθάρσιος. reiniging, loutering:. κάθαρσίς τις τῶν τοιούτων πάντων (de echte deugd) is een zuivering van al dergelijke zaken Plat. Phaed. 69b; τραγῳδία... δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν de tragedie die door medeleven en angst op te roepen de reiniging van dergelijke gevoelens tot stand brengt Aristot. Poët. 1449b 28. geneesk. uitscheiding van vocht; menstruatie.
Russian (Dvoretsky)
κάθαρσις:καθάρσεως (κᾰ) ἡ
1 очищение (αἱ τῆς ψυχῆς καθάρσεις Plat.): κ. ἀπόκρισις χειρόνων ἀπὸ βελτιόνων (sc. ἐστίν) Plat. очищение есть отделение худшего от лучшего;
2 культ. обряд очищения (ἔστι παραπλησίη ἡ κ. τοῖσι Λυδοῖσι καὶ τοῖσι Ἓλλησι Her.; ἡ σωτηρία διὰ τῆς καθάρσεως Arst.);
3 «катарсис», очищение, возвышение (τῶν παθημάτων, ἰατρεία καὶ κ., sc. τῆς ψυχῆς Arst.);
4 физиол. очищение, выделение (τῶν περιττωμάτων, καταμηνίων Arst.);
5 мед. (гнойное) выделение (φλεγματώδης Arst.);
6 мед. очищение, оздоровление (διὰ φαρμάκων Arst.).
Greek Monolingual
η (AM κάθαρσις, Α και κόθαρσις) καθαίρω
1. καθαρμός από ενοχή ή μίασμα, ηθικός εξαγνισμός, τρόπος εξιλασμού από κάτι («ἔστι δὲ παραπλησίη ἡ κάθαρσις τοῖσι Λυδοῖσι καὶ τοῖσι Ἕλλησι», Ηρόδ.)
2. (στη δραματική τέχνη) η διέγερση αισθήματος οίκτου και ελέους στους θεατές με τα παθήματα του ήρωα τα οποία εξιστορούνται στην τραγωδία («δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν», Αριστοτ.)
3. η αποβολή βλαβερών χυμών και περιττών ουσιών από τον οργανισμό, φυσική ή με φάρμακα, σωματική κένωση
νεοελλ.
1. ο καθαρισμός ενός πράγματος από ξένες και περιττές ουσίες
2. η εκκαθάριση («η κάθαρση της κρατικής μηχανής από τους νοσταλγούς της ανωμαλίας»)
αρχ.
1. (στον Πλάτ.) λύτρωση, χωρισμός της ψυχής από το σώμα («κὰθαρσις δὲ... τὸ χωρίζειν ὅτι μάλιστα ἀπὸ τοῦ σώματος τὴν ψυχήν», Πλάτ.)
2. το κλάδεμα τών δέντρων
3. ο καθαρισμός, το κοσκίνισμα του σίτου
4. ο καθαρισμός της γης
4. αποσαφήνιση, διευκρίνηση.
Greek Monotonic
κάθαρσις: καθάρσεως, ἡ (καθαίρω), καθαρισμός από ενοχές ή μίασμα, εξιλέωση, Λατ. lustratio, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
κάθαρσις: καθάρσεως, ἡ, (καθαίρω) ὁ ἀπὸ ἐνοχῆς ἢ μιάσματος καθαρισμός, καθαρμός, ἁγνισμός, Λατ. lustratio, Ἡρόδ. 1. 35, Πλάτ. Κρατ. 405Α, κλ.· παρὰ Πλάτωνι. περὶ τῆς ψυχῆς, κάθαρσις· τὸ χωρίζειν ὅτι μάλιστα ἀπὸ τοῦ σώματος τὴν ψυχὴν Φαίδ. 67C,πρβλ. Σοφ. 227C· περὶ τοῦ ἀποτελέσματος ἢ τῆς ἐνεργείας τραγικοῦ ποιήματος, κ. τῶν παθημάτων Ἀριστ. Ποιητ. 6, 2, πρβλ. Πολιτικ. 8. 7, 3, πρβλ. καθαρτικός. ΙΙ. παρὰ τοῖς ἰατρ., ἀποκάθαρσις ἢ ἀποβολὴ χυμῶν τοῦ σώματος, κένωσις, εἴτε φυσικὴ εἴτε διὰ φαρμάκων, Ἱππ. Ἀφ. 1254, πρβλ. 402. 6, κτλ.· κ. ἰατρικὴ Πλάτ. Νόμ. 628D· καθάρσεις ἔμμηνοι, τὰ ἔμμηνα τῶν γυναικών, Ἱππ. Ἀφ. 1255· καθάρσεις καταμηνίων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 20· οὕτω καὶ μόνον, κάθαρσις ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 6, 16, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, κ. μετὰ τόκον Ἱππ. π. Ἀέρ. 284· ἡ ἐν τόκοις κ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 20, 5 κ. αἵματος αὐτομάτη μοι.. συνέβη Δημ. 1260. 24. ΙΙΙ. τὸ κλάδευμα δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 12· πρβλ. διακάθαρσις ΙΙ.
Middle Liddell
κάθαρσις, καθάρσεως καθαίρω
a cleansing from guilt or defilement, purification, Lat. lustratio, Hdt., Plat.
English (Woodhouse)
cleansing, purification, purifying
Wikipedia EN
Catharsis (from Greek κάθαρσις, katharsis, meaning "purification" or "cleansing" or "clarification") is the purification and purgation of emotions—particularly pity and fear—through art or any extreme change in emotion that results in renewal and restoration. It is a metaphor originally used by Aristotle in the Poetics, comparing the effects of tragedy on the mind of a spectator to the effect of catharsis on the body.
Wikipedia DE
Die Katharsis (altgriechisch κάθαρσις kátharsis „Reinigung“) bezeichnet nach der Definition der Tragödie in der aristotelischen Poetik die „Reinigung“ von bestimmten Affekten. Durch das Durchleben von Jammer/Rührung und Schrecken/Schauder (von griechisch éleos und phóbos, von Lessing auch mit Mitleid und Furcht übersetzt) erfährt der Zuschauer der Tragödie als deren Wirkung eine Läuterung seiner Seele von diesen Erregungszuständen (Poetik, Kap. 6, 1449b26) Katharsis war ein Begriff aus der Sphäre des Sakralen und bezeichnete die kultische Reinigung. In der medizinischen Fachliteratur, z. B. bei Hippokrates, wurde das Wort für purgierende Ausscheidungen des Körpers verwendet.
Wikipedia FR
La catharsis, du grec ancien κάθαρσις, « purification, séparation du bon avec le mauvais » est un rapport à l'égard des passions, un moyen de les convertir, selon la philosophie aristotélicienne relative à la rhétorique, à l'esthétique, et à la politique. De nos jours, en psychanalyse, à la suite de Sigmund Freud, la catharsis est tout autant une remémoration affective qu'une libération de la parole, elle peut mener à la sublimation des pulsions. En ce sens, elle est l'une des explications données au rapport d'un public à un spectacle, en particulier au théâtre.
Mantoulidis Etymological
(=ἐξαγνισμός). Ἀπό τό καθαίρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
purgatio, lustratio, cleansing, purification, 3.104.2. 5.1.1. 8.108.4.
Translations
catharsis
ar: تطهير; bg: катарзис; ca: catarsi; cs: katarze; cv: катарсис; de: Katharsis; el: κάθαρση; en: catharsis; eo: katarso; es: catarsis; et: katarsis; eu: katarsi; fa: کاتارسیس; fi: katarsis; fr: catharsis; gl: catarse; he: קתרזיס; hi: अरस्तु का विरेचन सिद्धांत; hr: katarza; hu: katarzis; hy: կատարսիս; id: katarsis; is: kaþarsis; it: catarsi; ja: カタルシス; kk: катарсис; kn: ಕತಾರ್ಸಿಸ್; ko: 카타르시스; ky: катарсис; li: katharsis; lt: katarsis; lv: katarse; nl: catharsis; no: katarsis; pa: ਕਥਾਰਸਿਸ; pl: katharsis; pt: catarse; ro: catharsis; ru: катарсис; sd: تذڪيہ جذبات; sk: katarzia; sr: катарза; sv: katarsis; tg: катарсис; tr: katarsis; uk: катарсис; zh: 淨化作用
Arabic: تَنْفِيس; Bulgarian: катарзис; Catalan: catarsi; Chinese Mandarin: 導瀉, 导泻, 宣洩, 宣泄; Danish: katarsis; Faroese: reinleikan; French: catharsis; German: Katharsis; Greek: κάθαρση; Ancient Greek: κάθαρσις; Hebrew: קתרזיס; Hungarian: katarzis; Icelandic: geðhreinsun; Ido: katarso; Italian: catarsi; Japanese: カタルシス, 浄化; Portuguese: catarse; Russian: ката́рсис, ка́тарсис; Serbo-Croatian Cyrillic: катарза; Roman: katarza; Spanish: catarsis; Swedish: katarsis
purification
Bulgarian: пречистване; Catalan: purificació; Chinese Mandarin: 使純淨, 使纯净, 使潔淨, 使洁净, 純化, 纯化; Finnish: puhdistaminen, puhdistuminen, puhdistautuminen; French: purification; Galician: purificación; German: Reinigung; Gothic: 𐌷𐍂𐌰𐌹𐌽𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: εξαγνισμός, κάθαρση, καθαρμός; Ancient Greek: ἁγισμός, ἁγιστία, ἁγνεία, ἅγνισμα, ἁγνισμός, ἀνακάθαρσις, ἀποδιϋλισμός, ἀποκάθαρσις, ἀπόπλυνσις, ἀπόρρυψις, ἀφαγνισμός, ἀφοσίωμα, ἀφοσίωσις, διύλισις, διυλισμός, ἐκκάθαρσις, ἔκνιψις, ἐξάγισις, ἐξάλειψις, ἐπικάθαρσις, καθαρισμός, κάθαρμα, καθαρμός, κάθαρσις, κόθαρσις, ὁσίωσις, περικάθαρμα, περικαθαρμός, περικάθαρσις, ῥύψις; Indonesian: pemurnian, purifikasi; Italian: purificazione; Japanese: 浄化; Malay: penulenan; Maori: whakaparakoretanga, purenga, whakahoromatatanga; Persian: خالص سازی, تخلیص, پالایش, پازش; Polish: oczyszczenie; Portuguese: purificação; Romanian: purificare, curățire; Russian: очистка, очищение, пурификация; Spanish: fundición, purificación, limpia; Swedish: rening; Tagalog: pagtagnas
menstruation
Albanian: menstruacion, lara; Arabic: حَيْض, طَمْث; Egyptian Arabic: دورة, عادة, بريوت; Armenian: դաշտան, մենստրուացիա; Old Armenian: դաշտան; Azerbaijani: aybaşı; Belarusian: менструацыя; Bengali: রজঃস্রাব, স্ত্রীধর্ম, স্ত্রীরজ, কুসুম; Bulgarian: менструация; Burmese: ရာသီလာခြင်း, ဓမ္မတာ, ပန်း; Catalan: menstruació; Chinese Mandarin: 月經/月经, 經血/经血, 經期/经期; Czech: menstruace; Danish: menstruation; Dutch: menstruatie, ongesteldheid; Esperanto: menstruo; Estonian: menstruatsioon; Ewe: dzinukpɔkpɔ, ɣletikpɔkpɔ; Finnish: kuukautiskierto, kuukautiset, menkat; French: menstruation; Galician: menstruación; Gamilaraay: malagan; Georgian: მენსტრუაცია, თვიური; German: Menstruation, Periode, ihre Tage haben, Regel, Regelblutung, Monatsblutung; Greek: εμμηνόρροια, περίοδος; Ancient Greek: ἀποκάθαρσις, ἀφεδρεία, ἄφεδρος, κάθαρσις, τὰ γυναικεῖα, περίοδος, τὰ ἔμμηνα, τὰ ἐμμήνια, τὰ καταμήνια, καταμήνια, τὸ ἔμμηνον, τὸ ἐπιμήνιον; Greenlandic: aaqartarneq; Hebrew: וֶסֶת; Hindi: रजोधर्म, ऋतुस्राव, ऋतु, रजोस्राव, स्त्रीधर्म, स्त्रीरज, कुसुम, रजोदर्शन, रज, रजस्त्राव, मासिक धर्म, ऋत्व, हैज, आर्तव, रजःस्राव, पीरियड, मासिकधर्म; Hungarian: menstruáció; Icelandic: blæðingar, tíðir; Indonesian: menstruasi, haid, datang bulan; Irish: fuil mhíosta, míostrú; Italian: mestruazione, ciclo; Japanese: 月経, 月事, 生理; Kazakh: етеккір; Khmer: ដំណើរមានរដូវ, រដូវ; Kikuyu: mweri; Korean: 월경, 생리; Kurdish Northern Kurdish: xwîndîtin; Kyrgyz: айыз; Lao: ການມີລະດູ; Latin: menstrua; Latvian: menstruācija; Lithuanian: mėnesinių ciklas, menstruacija; Macedonian: менструација; Malay: haid; Manchu: ᡥᠠᠯᠠᠨ; Maori: mate wahine, mate marama, waiwhero; Marathi: पाळी, मासिक पाळी, ऋतु ऋत्व आर्तव रजस् कन्याव्रत; Mongolian: биеийн юм; Norwegian: menstruasjon; Old East Slavic: цвѣтьно; Persian: عادت ماهانه, قاعدگی, پریود, حیض, دشتان; Piedmontese: mëstruassion; Polish: miesiączka, menstruacja, okres; Portuguese: menstruação, regras; Romagnol: régul; Romanian: menstruație; Russian: менструация, менструальный цикл, месячные; Sanskrit: ऋतु; Scottish Gaelic: fuil-mhìos; Serbo-Croatian Cyrillic: мјесечница, менструација; Roman: mjesečnica, menstruacija; Slovak: menštruácia; Slovene: menstruacija, číšča; Spanish: menstruación, regla, achaque, periodo; Sundanese: ᮊᮛᮨᮞᮨᮘᮔ᮪; Swahili: hedhi; Swedish: menstruation; Tagalog: kanya, sapanahon, regla, buwanang dalaw; Tajik: ҳайз; Telugu: ఋతుస్రావం; Thai: ประจำเดือน, เมนส์, ระดู; Turkish: âdet, aybaşı, hayız, regl; Turkmen: aýbaşy; Ukrainian: мі́сячні, менструація; Urdu: حیض; Uzbek: hayz; Vietnamese: chu kỳ kinh nguyệt, kinh nguyệt; Yiddish: מענסטרואַציע, ווסתּ, ווסת, צײַט