καμινεύς: Difference between revisions

2b
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καμινεύς]], ὁ (Α) [[καμινεύω]]<br />αυτός που εργάζεται σε [[καμίνι]] ή που μεταχειρίζεται [[καμίνι]] για την [[εργασία]] του, [[θερμαστής]], [[καμινάρης]].
|mltxt=[[καμινεύς]], ὁ (Α) [[καμινεύω]]<br />αυτός που εργάζεται σε [[καμίνι]] ή που μεταχειρίζεται [[καμίνι]] για την [[εργασία]] του, [[θερμαστής]], [[καμινάρης]].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰμῑνεύς:''' έως ὁ горновой мастер (кузнец, обжигальщик) Diod.
}}
}}