κατάλληλα: Difference between revisions
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(19) |
(2b) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>επίρρ.</b><br /><b>βλ.</b> [[κατάλληλος]]. | |mltxt=<b>επίρρ.</b><br /><b>βλ.</b> [[κατάλληλος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάλληλα:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> одновременно (κ. Μακεδόνων μὲν ἀπὸ τῆς Ῥωμαίων [[φιλίας]], Λακεδαιμονίων δὲ τῆς τῶν Ἀχαιῶν συμπολιτείας ἀποστάντων Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> последовательно (αἱ κ. γενόμεναι πράξεις Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 31 December 2018
Greek Monolingual
επίρρ.
βλ. κατάλληλος.
Russian (Dvoretsky)
κατάλληλα: adv.
1) одновременно (κ. Μακεδόνων μὲν ἀπὸ τῆς Ῥωμαίων φιλίας, Λακεδαιμονίων δὲ τῆς τῶν Ἀχαιῶν συμπολιτείας ἀποστάντων Polyb.);
2) последовательно (αἱ κ. γενόμεναι πράξεις Polyb.).