κέντασε: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
(5)
 
(2b)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κέντᾱσε:''' Δωρ. και ποιητ. γʹ ενικ. αορ. του [[κεντέω]].
|lsmtext='''κέντᾱσε:''' Δωρ. και ποιητ. γʹ ενικ. αορ. του [[κεντέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κέντᾱσε:''' дор. 3 л. sing. aor. к [[κεντέω]].
}}
}}

Revision as of 22:54, 31 December 2018

Greek Monotonic

κέντᾱσε: Δωρ. και ποιητ. γʹ ενικ. αορ. του κεντέω.

Russian (Dvoretsky)

κέντᾱσε: дор. 3 л. sing. aor. к κεντέω.