κλοτοπεύω: Difference between revisions

3
(20)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλοτοπεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χρονοτριβώ]], [[χάνω]] τον καιρό μου («οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν ἐνθάδ' ἐόντας οὐδὲ διατρίβειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μένω]] [[άπρακτος]] προβάλλοντας ψεύτικες ή δόλιες προφάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ίσως να προέρχεται από συμφυρμό τών [[κλοπή]] και [[τόπος]].
|mltxt=[[κλοτοπεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χρονοτριβώ]], [[χάνω]] τον καιρό μου («οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν ἐνθάδ' ἐόντας οὐδὲ διατρίβειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μένω]] [[άπρακτος]] προβάλλοντας ψεύτικες ή δόλιες προφάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ίσως να προέρχεται από συμφυρμό τών [[κλοπή]] και [[τόπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κλοτοπεύω:''' терять время на пустые слова: οὐ χρὴ κ. Hom. незачем говорить впустую.
}}
}}