λαλιά: Difference between revisions

735 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λᾰλιά:''' ἡ ([[λαλέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ομιλία]], [[λόγος]], σε Αριστοφ., Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[συζήτηση]], σε Καινή Διαθήκη· [[φλυαρία]], [[πολυλογία]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> [[τρόπος]] ομιλίας, [[προφορά]], [[διάλεκτος]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''λᾰλιά:''' ἡ ([[λαλέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ομιλία]], [[λόγος]], σε Αριστοφ., Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[συζήτηση]], σε Καινή Διαθήκη· [[φλυαρία]], [[πολυλογία]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> [[τρόπος]] ομιλίας, [[προφορά]], [[διάλεκτος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''λᾰλιά:''' ἡ<b class="num">1)</b> болтовня, пустословие (λολιὰν [[μόνον]] ἀσκῆσαι Arph.);<br /><b class="num">2)</b> болтливость (λ. [[ἀκρασία]] λόγου ἄλογός, sc. ἐστιν Plat.);<br /><b class="num">3)</b> слух, молва ([[πάνδημος]] Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> речь, беседа (περί τινος Plut.);<br /><b class="num">5)</b> обсуждение, спор (περὶ τῶν προειρημένων Polyb.);<br /><b class="num">6)</b> произношение (τῶν ὀνομάτων Diog. L.);<br /><b class="num">7)</b> говор, наречие (sc. τοῦ Γαλιλαίου NT).
}}
}}