Anonymous

λαλιά: Difference between revisions

From LSJ
434 bytes added ,  30 December 2018
5
(22)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[λαλιά]], Α ποιητ. τ. λαλιή) [[λαλώ]]<br />[[ομιλία]], [[λόγος]], [[φωνή]] (α. «[[λαλιά]] δεν έβγαλε από το [[στόμα]] του» β. «ὡς [[σπαρτίον]] τὸ κόκκινον χείλη σου καὶ ἡ [[λαλιά]] σου [[ὡραία]]», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κελάδημα]] ή [[φωνή]] πτηνού, [[λάλημα]] («καρτερούσες του κράχτη πετεινού τη [[λαλιά]]» Παλαμ.)<br /><b>2.</b> (για μουσικά όργανα) [[ήχος]]<br /><b>3.</b> [[γλώσσα]], [[τρόπος]] έκφρασης, [[διάλεκτος]] (α. «[[κοινή]] [[λαλιά]]» — η [[δημοτική]] [[γλώσσα]]<br />β. «καὶ γὰρ ἡ [[λαλιά]] σου δῆλόν σε ποιεῑ», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φιλική [[συνομιλία]], [[συζήτηση]], [[κουβέντα]]<br /><b>2.</b> ασήμαντη [[συζήτηση]], [[αερολογία]]<br /><b>3.</b> [[φλυαρία]] («[[πέρας]] ποιεῑ λαλιᾱς», Μέν.)<br /><b>4.</b> [[διαβεβαίωση]]<br /><b>5.</b> [[φήμη]]<br /><b>6.</b> ύφος λόγου.
|mltxt=η (AM [[λαλιά]], Α ποιητ. τ. λαλιή) [[λαλώ]]<br />[[ομιλία]], [[λόγος]], [[φωνή]] (α. «[[λαλιά]] δεν έβγαλε από το [[στόμα]] του» β. «ὡς [[σπαρτίον]] τὸ κόκκινον χείλη σου καὶ ἡ [[λαλιά]] σου [[ὡραία]]», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κελάδημα]] ή [[φωνή]] πτηνού, [[λάλημα]] («καρτερούσες του κράχτη πετεινού τη [[λαλιά]]» Παλαμ.)<br /><b>2.</b> (για μουσικά όργανα) [[ήχος]]<br /><b>3.</b> [[γλώσσα]], [[τρόπος]] έκφρασης, [[διάλεκτος]] (α. «[[κοινή]] [[λαλιά]]» — η [[δημοτική]] [[γλώσσα]]<br />β. «καὶ γὰρ ἡ [[λαλιά]] σου δῆλόν σε ποιεῑ», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φιλική [[συνομιλία]], [[συζήτηση]], [[κουβέντα]]<br /><b>2.</b> ασήμαντη [[συζήτηση]], [[αερολογία]]<br /><b>3.</b> [[φλυαρία]] («[[πέρας]] ποιεῑ λαλιᾱς», Μέν.)<br /><b>4.</b> [[διαβεβαίωση]]<br /><b>5.</b> [[φήμη]]<br /><b>6.</b> ύφος λόγου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''λᾰλιά:''' ἡ ([[λαλέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ομιλία]], [[λόγος]], σε Αριστοφ., Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[συζήτηση]], σε Καινή Διαθήκη· [[φλυαρία]], [[πολυλογία]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> [[τρόπος]] ομιλίας, [[προφορά]], [[διάλεκτος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}