3,271,412
edits
(5) |
(3) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεθίστημι:'''<b class="num">Α. I.</b> μτβ., σε ενεστ. και παρατ., μέλ. και αόρ. αʹ,<br /><b class="num">1.</b> τοποθετούμαι με διαφορετικό τρόπο, [[αλλάζω]] [[στάση]], [[αλλάζω]]· [[μεταστήσω]] [[τοι]] [[ταῦτα]], θα [[σου]] [[δώσω]] ένα [[άλλο]] [[δώρο]] αντί γι' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.· [[μεθίστημι]] τὰ [[νόμιμα]] πάντα, σε Ηρόδ.· [[ὄνομα]], κ.λπ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. διαιρ., <i>οὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος</i>, δεν έχει αλλάξει [[τίποτε]] στη [[στάση]] του, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, απαλλάσσομαι, <i>νόσου</i>, από [[αρρώστια]], σε Σοφ.· <i>κακῶν</i>, <i>ὕπνου</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[μετακινώ]], στον ίδ., σε Θουκ.· ομοίως στον Μέσ. αόρ. αʹ, <i>μεταστήσασθαι</i>, μετακινούμαι ή απομακρύνομαι από κάποιον παρόντα, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. <b>Β.</b> Παθ., αόρ. αʹ [[μετεστάθην]] [ᾰ], με αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ. με Ενεργ. [[σημασία]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στέκομαι]] [[μεταξύ]] ή στο [[μέσον]], <i>ἑτάροισι μεθίστατο</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλλάζω]] τη [[στάση]] κάποιου, [[απομακρύνω]], [[αναχωρώ]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[μετεστάθην]] τυράννοις ἐκπόδων, [[εκδιώκω]] τους τυράννους, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. πράγμ., [[μεταβάλλω]] ή [[πτύω]] [[κάτι]], <i>κότου</i>, σε Αισχύλ.· <i>λύπης</i>, <i>κακῶν</i>, σε Ευρ.· [[μετεστάθην]] βίου, [[πεθαίνω]], στον ίδ.· [[μετεστάθην]] φρενῶν, τρελαίνομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> περνώ σε [[άλλη]] [[πολιτική]] [[παράταξη]], [[στασιάζω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[μεταβάλλω]], [[τροποποιώ]], κάποιες φορές προς το καλύτερο, <i>τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης</i>, σε Ηρόδ.· ή προς το χειρότερο, [[δαίμων]] μεθέστηκε στρατῷ, η [[τύχη]] έχει μεταβληθεί αρνητικά για το [[στράτευμα]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''μεθίστημι:'''<b class="num">Α. I.</b> μτβ., σε ενεστ. και παρατ., μέλ. και αόρ. αʹ,<br /><b class="num">1.</b> τοποθετούμαι με διαφορετικό τρόπο, [[αλλάζω]] [[στάση]], [[αλλάζω]]· [[μεταστήσω]] [[τοι]] [[ταῦτα]], θα [[σου]] [[δώσω]] ένα [[άλλο]] [[δώρο]] αντί γι' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.· [[μεθίστημι]] τὰ [[νόμιμα]] πάντα, σε Ηρόδ.· [[ὄνομα]], κ.λπ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. διαιρ., <i>οὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος</i>, δεν έχει αλλάξει [[τίποτε]] στη [[στάση]] του, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, απαλλάσσομαι, <i>νόσου</i>, από [[αρρώστια]], σε Σοφ.· <i>κακῶν</i>, <i>ὕπνου</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[μετακινώ]], στον ίδ., σε Θουκ.· ομοίως στον Μέσ. αόρ. αʹ, <i>μεταστήσασθαι</i>, μετακινούμαι ή απομακρύνομαι από κάποιον παρόντα, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. <b>Β.</b> Παθ., αόρ. αʹ [[μετεστάθην]] [ᾰ], με αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ. με Ενεργ. [[σημασία]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στέκομαι]] [[μεταξύ]] ή στο [[μέσον]], <i>ἑτάροισι μεθίστατο</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλλάζω]] τη [[στάση]] κάποιου, [[απομακρύνω]], [[αναχωρώ]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[μετεστάθην]] τυράννοις ἐκπόδων, [[εκδιώκω]] τους τυράννους, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. πράγμ., [[μεταβάλλω]] ή [[πτύω]] [[κάτι]], <i>κότου</i>, σε Αισχύλ.· <i>λύπης</i>, <i>κακῶν</i>, σε Ευρ.· [[μετεστάθην]] βίου, [[πεθαίνω]], στον ίδ.· [[μετεστάθην]] φρενῶν, τρελαίνομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> περνώ σε [[άλλη]] [[πολιτική]] [[παράταξη]], [[στασιάζω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[μεταβάλλω]], [[τροποποιώ]], κάποιες φορές προς το καλύτερο, <i>τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης</i>, σε Ηρόδ.· ή προς το χειρότερο, [[δαίμων]] μεθέστηκε στρατῷ, η [[τύχη]] έχει μεταβληθεί αρνητικά για το [[στράτευμα]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεθίστημι:''' ион. [[μετίστημι]]<br /><b class="num">1)</b> реже med. (из)менять (τὰ [[νόμιμα]] Her.; [[ὄνομα]], τοὺς τρόπους Eur.): μ. χρώματος Arph. менять цвет; μ. εἰς δουλείαν Plut. попадать в рабство;<br /><b class="num">2)</b> перемещать: μ. [[πόδα]] εἰς [[ἄλλην]] χθόνα Eur. отправляться в другую страну; μετάστησόν (με) θεᾶς σφαγίων Eur. увези меня от кровавой богини; μεταστῆναι ἐν Αἰγίνῃ Dem. быть сосланным в Эгину;<br /><b class="num">3)</b> переносить (τὴν δυναστείαν εἰς ἑαυτόν Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> выводить (из какого-л. состояния): μ. τινὰ ὕπνου Eur. пробудить кого-л. ото сна; μ. τινὰ νόσου Soph. исцелить кого-л. от болезни;<br /><b class="num">5)</b> переубеждать или совращать (ἱκανὸν ὄχλον NT);<br /><b class="num">6)</b> выходить, уходить, покидать (ἐκ τῆς τάξιος Her.; στρατῷ Aesch.; [[ἔξω]] τῆς οἰκουμένης Aeschin.): μ. βίου и βίον Eur. уходить из жизни, умирать; μετάσταθ᾽, ἀπόβαθι! Soph. уходи!; ἐκ κύκλου [[μεταστάς]] Soph. вышедший из круга;<br /><b class="num">7)</b> удалять, устранять (τινά NT, med. Her., Thuc. etc.); pass. быть отстраняемым (τῆς οἰκονομίας NT);<br /><b class="num">8)</b> переходить (ἔκ τινος εἴς τι Plat.; [[ἀπό]] τινος, [[παρά]] и πρός τινα Thuc.; εἰς ἕτερον τόπον Plat.; med.-pass.: ἑτάροισι Hom.; πρὸς τοὺς ὑπερδεξίους τόπους Polyb.): χωρία πρὸς Λακεδαιμονίους μεθεστηκότα Xen. страны, перешедшие на сторону лакедемонян;<br /><b class="num">9)</b> (пере)меняться, поворачивать (εἰς τὸ [[λῷον]] Eur.; τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης Her.);<br /><b class="num">10)</b> уходить, исчезать (μεθέστηκεν [[χόλος]] Eur.);<br /><b class="num">11)</b> тж. med.-pass. переставать, прекращать: μεθίσταμαι κότου Aesch. я уже не сержусь; μ. φόβου Eur. переставать бояться; μ. κακῶν Eur. освободиться от страданий;<br /><b class="num">12)</b> выходить, возникать ([[πολιτεία]] ἐξ ἦς ἡ [[ὀλιγαρχία]] μετέστη Plat.). | |||
}} | }} |