3,271,443
edits
(24) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[μεθίστημι]] και [[μεθιστάνω]] και μεθιστῶ)<br />(το μέσ.) [[μεθίσταμαι]]<br /><b>1.</b> μετακινούμαι σε [[άλλο]] [[σημείο]], μεταφέρομαι<br /><b>2.</b> [[μεταβαίνω]] σε [[άλλη]] [[παράταξη]], [[αποστατώ]], [[αποσκιρτώ]], [[αυτομολώ]], [[μεταπηδώ]] («τελικά μετέστη στο αντίπαλο [[κόμμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «μετέστη εις τας αιωνίους [[μονάς]]» — υπέκυψε στο μοιραίο, απεβίωσε, πέθανε<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] με [[άλλο]] τρόπο, [[αλλάζω]] τη [[θέση]] ενός πράγματος, [[αντικαθιστώ]] («μετέστησε τὰ [[νόμιμα]] [[πάντα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με γεν.) [[μεταβάλλω]], [[αλλάζω]] («καὶ οὐ μεθίστησι τοῡ χρώματος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μετακινώ]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]], [[μετατοπίζω]], [[μεταθέτω]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) [[απαλλάσσω]], [[ελευθερώνω]] («καί σε δαίμονες νόσου μεταστήσειαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> (για πράγματα) μεταβάλλομαι, αλλοιώνομαι [[προς]] το καλύτερο ή [[προς]] το χειρότερο («τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> α) [[απομακρύνω]] κάποιον από [[κοντά]] μου («μεταστησάμενος δὲ τοὺς ἄλλους εἴρετο Κροῑσον», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[διώχνω]] [[μακριά]], [[εκβάλλω]], [[εξορίζω]]<br />γ) απομακρύνομαι, αποσύρομαι, [[αποχωρώ]]<br />δ) [[σταματώ]], [[καταπαύω]] («θέλξειν μ' ἔοικας και [[μεθίσταμαι]] κότου», <b>Αισχύλ.</b>)<br />ε) μεταφέρομαι, [[πηγαίνω]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μεθίσταμαι]] τοῡ βίου» — [[πεθαίνω]]<br />β) «[[μεθίσταμαι]] φρενῶν» — [[παραφρονώ]], τρελαίνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἵστημι]]. | |mltxt=(Α [[μεθίστημι]] και [[μεθιστάνω]] και μεθιστῶ)<br />(το μέσ.) [[μεθίσταμαι]]<br /><b>1.</b> μετακινούμαι σε [[άλλο]] [[σημείο]], μεταφέρομαι<br /><b>2.</b> [[μεταβαίνω]] σε [[άλλη]] [[παράταξη]], [[αποστατώ]], [[αποσκιρτώ]], [[αυτομολώ]], [[μεταπηδώ]] («τελικά μετέστη στο αντίπαλο [[κόμμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «μετέστη εις τας αιωνίους [[μονάς]]» — υπέκυψε στο μοιραίο, απεβίωσε, πέθανε<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] με [[άλλο]] τρόπο, [[αλλάζω]] τη [[θέση]] ενός πράγματος, [[αντικαθιστώ]] («μετέστησε τὰ [[νόμιμα]] [[πάντα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με γεν.) [[μεταβάλλω]], [[αλλάζω]] («καὶ οὐ μεθίστησι τοῡ χρώματος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μετακινώ]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]], [[μετατοπίζω]], [[μεταθέτω]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) [[απαλλάσσω]], [[ελευθερώνω]] («καί σε δαίμονες νόσου μεταστήσειαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> (για πράγματα) μεταβάλλομαι, αλλοιώνομαι [[προς]] το καλύτερο ή [[προς]] το χειρότερο («τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> α) [[απομακρύνω]] κάποιον από [[κοντά]] μου («μεταστησάμενος δὲ τοὺς ἄλλους εἴρετο Κροῑσον», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[διώχνω]] [[μακριά]], [[εκβάλλω]], [[εξορίζω]]<br />γ) απομακρύνομαι, αποσύρομαι, [[αποχωρώ]]<br />δ) [[σταματώ]], [[καταπαύω]] («θέλξειν μ' ἔοικας και [[μεθίσταμαι]] κότου», <b>Αισχύλ.</b>)<br />ε) μεταφέρομαι, [[πηγαίνω]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μεθίσταμαι]] τοῡ βίου» — [[πεθαίνω]]<br />β) «[[μεθίσταμαι]] φρενῶν» — [[παραφρονώ]], τρελαίνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἵστημι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεθίστημι:'''<b class="num">Α. I.</b> μτβ., σε ενεστ. και παρατ., μέλ. και αόρ. αʹ,<br /><b class="num">1.</b> τοποθετούμαι με διαφορετικό τρόπο, [[αλλάζω]] [[στάση]], [[αλλάζω]]· [[μεταστήσω]] [[τοι]] [[ταῦτα]], θα [[σου]] [[δώσω]] ένα [[άλλο]] [[δώρο]] αντί γι' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.· [[μεθίστημι]] τὰ [[νόμιμα]] πάντα, σε Ηρόδ.· [[ὄνομα]], κ.λπ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. διαιρ., <i>οὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος</i>, δεν έχει αλλάξει [[τίποτε]] στη [[στάση]] του, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, απαλλάσσομαι, <i>νόσου</i>, από [[αρρώστια]], σε Σοφ.· <i>κακῶν</i>, <i>ὕπνου</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[μετακινώ]], στον ίδ., σε Θουκ.· ομοίως στον Μέσ. αόρ. αʹ, <i>μεταστήσασθαι</i>, μετακινούμαι ή απομακρύνομαι από κάποιον παρόντα, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. <b>Β.</b> Παθ., αόρ. αʹ [[μετεστάθην]] [ᾰ], με αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ. με Ενεργ. [[σημασία]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στέκομαι]] [[μεταξύ]] ή στο [[μέσον]], <i>ἑτάροισι μεθίστατο</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλλάζω]] τη [[στάση]] κάποιου, [[απομακρύνω]], [[αναχωρώ]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[μετεστάθην]] τυράννοις ἐκπόδων, [[εκδιώκω]] τους τυράννους, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. πράγμ., [[μεταβάλλω]] ή [[πτύω]] [[κάτι]], <i>κότου</i>, σε Αισχύλ.· <i>λύπης</i>, <i>κακῶν</i>, σε Ευρ.· [[μετεστάθην]] βίου, [[πεθαίνω]], στον ίδ.· [[μετεστάθην]] φρενῶν, τρελαίνομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> περνώ σε [[άλλη]] [[πολιτική]] [[παράταξη]], [[στασιάζω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[μεταβάλλω]], [[τροποποιώ]], κάποιες φορές προς το καλύτερο, <i>τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης</i>, σε Ηρόδ.· ή προς το χειρότερο, [[δαίμων]] μεθέστηκε στρατῷ, η [[τύχη]] έχει μεταβληθεί αρνητικά για το [[στράτευμα]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |