μεταμέλεια: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταμέλεια:''' ἡ, [[αλλαγή]] μιας επιδίωξης, [[μεταμέλεια]], [[μετάνοια]], σε Θουκ.· [[μεταμέλεια]] [[ἔχει]] με = [[μεταμέλει]] μοι, σε Ξεν.
|lsmtext='''μεταμέλεια:''' ἡ, [[αλλαγή]] μιας επιδίωξης, [[μεταμέλεια]], [[μετάνοια]], σε Θουκ.· [[μεταμέλεια]] [[ἔχει]] με = [[μεταμέλει]] μοι, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταμέλεια:''' ἡ<b class="num">1)</b> пересмотр мнения, отмена решения (περί τινος Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> сожаление (о сделанном), раскаяние (τινος Plat. и περί τινος Thuc.): μεταμελείας (или μεταμέλειαν Eur.) λαμβάνειν ἔκ τινος Thuc. раскаиваться в чем-л.; μ. [[ἔχει]] με Xen. мной овладело раскаяние; μ. τοῦ πεπραγμένου Plat. раскаяние в совершенном.
}}
}}