μυθώδης: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῡθώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[θρυλικός]], [[μυθικός]], σε Πλάτ.· <i>τὸ μυθῶδες</i>, το [[πεδίο]] του μύθου, σε Θουκ.· <i>τὸ μὴ μυθῶδες αὐτῶν</i>, το [[μέρος]] από αυτά, που είναι σα να μην ανήκει στον μύθο, στον ίδ.
|lsmtext='''μῡθώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[θρυλικός]], [[μυθικός]], σε Πλάτ.· <i>τὸ μυθῶδες</i>, το [[πεδίο]] του μύθου, σε Θουκ.· <i>τὸ μὴ μυθῶδες αὐτῶν</i>, το [[μέρος]] από αυτά, που είναι σα να μην ανήκει στον μύθο, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῡθώδης:''' сказочный, баснословный (λόγοι Isocr.).
}}
}}