μῶν: Difference between revisions

439 bytes added ,  1 January 2019
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῶν:''' επίρρ., συνηρ. αντί μὴ [[οὖν]], που χρησιμ. όπως το <i>μή</i>· σε ερωτήσεις όπου αναμένεται αρνητική [[απάντηση]], μα σίγουρα έτσι; είναι έτσι; Λατ. num? [[μῶν]] ἐστι..; Απάντ. οὐ [[δῆτα]], σε Ευρ.· κάποιες φορές εισάγει ερωτήσεις που εκφράζουν [[αμφιβολία]], όπως το Λατ. num [[forte]]? και λαμβάνει καταφατική [[απάντηση]], στον ίδ.· [[μῶν]] οὐ..; απαιτεί καταφατική [[απάντηση]], Λατ. [[nonne]]? στους Τραγ.
|lsmtext='''μῶν:''' επίρρ., συνηρ. αντί μὴ [[οὖν]], που χρησιμ. όπως το <i>μή</i>· σε ερωτήσεις όπου αναμένεται αρνητική [[απάντηση]], μα σίγουρα έτσι; είναι έτσι; Λατ. num? [[μῶν]] ἐστι..; Απάντ. οὐ [[δῆτα]], σε Ευρ.· κάποιες φορές εισάγει ερωτήσεις που εκφράζουν [[αμφιβολία]], όπως το Λατ. num [[forte]]? και λαμβάνει καταφατική [[απάντηση]], στον ίδ.· [[μῶν]] οὐ..; απαιτεί καταφατική [[απάντηση]], Λατ. [[nonne]]? στους Τραγ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῶν:''' [из μὴ [[οὖν]] (вопросит. частица, рассчитанная на отрицат. ответ) да разве, неужели (μ. [[ἄλγος]] ἴσχεις; Soph.; μ. τί σε ἀδικεῖ ὁ [[Πρωταγόρας]]; Plat.): μ. μὴ δοκεῖ [[ἐνδεῶς]] λελέχθαι; Plat. разве не кажется, что сказано недостаточно?
}}
}}