3,273,773
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νοσερός:''' -ά, -όν, = [[νοσηρός]], σε Ευρ.· νοσερὰ [[κοίτη]], το [[κρεβάτι]] του πόνου, στο οποίο είναι ξαπλωμένος ο [[ασθενής]], στον ίδ.· επίρρ., νοσερῶς ἔχειν τὸ [[σῶμα]], σε Αριστ. | |lsmtext='''νοσερός:''' -ά, -όν, = [[νοσηρός]], σε Ευρ.· νοσερὰ [[κοίτη]], το [[κρεβάτι]] του πόνου, στο οποίο είναι ξαπλωμένος ο [[ασθενής]], στον ίδ.· επίρρ., νοσερῶς ἔχειν τὸ [[σῶμα]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νοσερός:''' <b class="num">1)</b> больной ([[κῶλον]] Eur.): νοσερὰ [[κοίτη]] Eur. одр болезни;<br /><b class="num">2)</b> несущей болезни, нездоровый (ὁ [[χειμών]] Arst.). | |||
}} | }} |