Anonymous

νοσερός: Difference between revisions

From LSJ
5
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νοσερός]], -ά, -όν (ΑΜ)<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[άρρωστος]], [[ασθενής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για συμπτώματα) αυτός που επιφέρει νόσο, που έχει βλαβερές συνέπειες για την [[υγεία]], [[νοσηρός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοσερῶς</i> (Α)<br />με νοσηρό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μογ</i>-<i>ερός</i>, <i>φθον</i>-<i>ερός</i>)].
|mltxt=[[νοσερός]], -ά, -όν (ΑΜ)<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[άρρωστος]], [[ασθενής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για συμπτώματα) αυτός που επιφέρει νόσο, που έχει βλαβερές συνέπειες για την [[υγεία]], [[νοσηρός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοσερῶς</i> (Α)<br />με νοσηρό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μογ</i>-<i>ερός</i>, <i>φθον</i>-<i>ερός</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νοσερός:''' -ά, -όν, = [[νοσηρός]], σε Ευρ.· νοσερὰ [[κοίτη]], το [[κρεβάτι]] του πόνου, στο οποίο είναι ξαπλωμένος ο [[ασθενής]], στον ίδ.· επίρρ., νοσερῶς ἔχειν τὸ [[σῶμα]], σε Αριστ.
}}
}}